Γαβιίδες - Ορνιθοπανίδα Γαβιίδες

Γαβιίδες

Γαβιίδες ή κολυμβίδες (gaviidae ή colymbidae)
Οικογένεια υδρόβιων πτηνών, η μοναδική της τάξης των γαβιομόρφων (αναφέρεται και ως κολυμβιίδες). Περιλαμβάνει μεγάλα και σχετικά πρωτόγονα πτηνά, τα οποία ανήκουν στο γένος Gavia και ζουν στις βόρειες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Εχουν μήκος σώματος από 53 έως 91 εκατοστά, άνοιγμα φτερών 106 έως 152 εκατοστά και το βάρος κυμαίνεται μεταξύ 1 και 6,4 κιλά, τα μεγαλύτερα είδη είναι βαρύτερα από τις χήνες. Εχουν ισχυρό, μυτερό ράμφος το οποίο δεν καλύπτεται από μεμβράνη και φέρουν κοντές, μυτερές φτερούγες και κοντή ουρά από 18-20 φτερά. Το σώμα τους καλύπτεται από κοντό και πυκνό αδιάβροχο φτέρωμα, ασπρόμαυρο ή γκρίζο στο άνω τμήμα και λευκό στο κάτω, ίδιο και στα δύο φύλα· το καλοκαίρι το φτέρωμά τους χαρακτηρίζεται από πλούσιες κηλίδες, ζώνες και ανταύγειες, αλλά γίνεται λιγότερο εντυπωσιακό τους χειμερινούς μήνες. Τα πτηνά αυτά έχουν πλευρικά πεπιεσμένους ταρσούς και τα τρία πρώτα δάχτυλα των ποδιών τους συνδέονται με νηκτική μεμβράνη.
Γαβιόμορφα (gaviiformes)
Τάξη πτηνών με μικρά πόδια, τα δάχτυλα των οποίων ενώνονται με νηκτική μεμβράνη, και ουρά που αποτελείται από 18-20 φτερά. Τα πτηνά αυτά τρέφονται με ψάρια και ζουν στις αρκτικές περιοχές.
Είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες θαλασσοβούτια και βουταναριές, επειδή είναι επιδέξιοι βουτηχτές· κολυμπούν με ευκολία ακόμα και κάτω από την επιφάνεια του νερού, όπου μπορούν να παραμείνουν περίπου για πέντε λεπτά και στο διάστημα αυτό να διανύσουν απόσταση περίπου 400 μ. Στην ξηρά μετακινούνται με μεγάλη δυσκολία, επειδή τα πόδια τους είναι κοντά και τοποθετημένα αρκετά προς τα πίσω σε σχέση με τον κορμό. Επίσης, πετούν άνετα παίρνοντας φόρα από το νερό, αναπτύσσοντας πολλές φορές ταχύτητα που φτάνει τα 75 χλμ. την ώρα. Έχουν χαρακτηριστικά ιδιόρρυθμη, τρεμουλιαστή φωνή, η οποία μοιάζει με γάβγισμα ή κραυγή.
Κατά την εποχή της αναπαραγωγής, κατασκευάζουν τις φωλιές στις όχθες των ελών και των λιμνών, ενώ τις υπόλοιπες εποχές του έτους παραμένουν κοντά στις θαλάσσιες ακτές, όπου αναζητούν την τροφή τους, η οποία αποτελείται κυρίως από ψάρια. Ζουν συνήθως μοναχικά, ενώ ορισμένες φορές συναντώνται σε ζεύγη και σπανιότερα σε σμήνη. Τα θηλυκά γεννούν δύο καστανά διάστικτα αυγά· λίγες ώρες μετά την εκκόλαψη των αυγών, οι νεοσσοί πέφτουν στο νερό και κολυμπούν, αν και τις πρώτες εβδομάδες τα μεταφέρουν συνήθως οι γονείς στην πλάτη τους.


Κηλιδοβούτι (Gavia stellata)
Παρόμοια εξάπλωση έχει και το είδος Gavia stellata, το οποίο εμφανίζεται επίσης σπάνια ή τυχαία στη χώρα μας και είναι γνωστό ως κηλιδοβούτι, γαβία η αστερόεις. Διακρίνεται από το ράμφος του που παρουσιάζει μία ελαφριά ανοδική κλίση, το ανοιχτότερο γενικά φτέρωμά του και μια κόκκινη κηλίδα, την οποία φέρει στον λαιμό το καλοκαίρι.
Το κηλιδοβούτι είναι από τα πτηνά που, εύκολα αναγνωρίζονται κατά την ορνιθολογική παρατήρηση, λόγω των χρωμάτων του πτερώματος, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική εποχή. Βέβαια, από κάποια απόσταση, δύσκολα ξεχωρίζει από το Λαμπροβούτι, όμως είναι μικρότερο σε μέγεθος και δεν διαθέτει τα εντυπωσιακά γεωμετρικά μοτίβα του συγγενή του. Ωστόσο, κατά την αναπαραγωγική περίοδο, διαθέτει ένα λαμπερό πτέρωμα, όπου ξεχωρίζει η μεγάλη κόκκινη περιοχή στο λαιμό, αρκετό από μόνο του ως διαγνωστικό στοιχείο.
Είναι το μικρότερο και ελαφρύτερο από όλα τα είδη κολύμβων, και όπως οι συγγενείς του, έχει μακρύ σώμα και κοντό λαιμό, με τους ταρσούς να είναι τοποθετημένοι πολύ πίσω στο σώμα του. Tα φύλα είναι παρόμοια σε εμφάνιση, αν και τα αρσενικά τείνουν να είναι ελαφρώς μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά. Στο πτέρωμα αναπαραγωγής, ο ενήλικας έχει φαιόγκριζο κεφάλι και τράχηλο, με στενές μαύρες και άσπρες ρίγες στο πίσω μέρος του, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι κάτω στη βάση και στα πλάγια. Το βασικό μορφολογικό του στοιχείο είναι η τριγωνική κόκκινη περιοχή στο λαιμό, η οποία οριοθετείται απότομα από το λευκό στήθος. Ολόκληρη η ράχη έχει σκούρο γκρι-καφέ χρώμα με διάσπαρτες λευκές πιτσιλιές που σημαίνει ότι, είναι ο μοναδικός κόλυμβος με ομοιόμορφα σκοτεινόχρωμη ράχη στο αναπαραγωγικό πτέρωμα.
Το μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα έχει πιο «θολά» χρώματα, με το πηγούνι, τον λάρυγγα και μεγάλο μέρος του κεφαλιού λευκά, ενώ η κορυφή του (crown) και ο τράχηλος είναι γκρι. Το βασικό, όμως, διαγνωστικό στοιχείο αυτή την εποχή είναι η ράχη, η οποία βρίθει από μικρές λευκές πιτσιλιές, που έχουν δώσει και την επιστημονική ονομασία στο είδος.
Το ράμφος του πτηνού, αποτελεί ένα από τα βασικά διαγνωστικά του στοιχεία, αλλά μόνον από μικρή απόσταση. Δεν είναι ολόισιο, αλλά έχει μια ελαφρά κλίση προς τα πάνω, πολύ ανεπαίσθητη για να διακρίνεται από μακριά, όμως, η συνήθεια του πουλιού να δίνει σε ολόκληρο το κεφάλι, επίσης μια κλίση προς τα πάνω, βοηθούν πολύ στην παρατήρηση.
Το στοιχείο αυτό είναι τόσο χαρακτηριστικό που, στις Α. ΗΠΑ, ένα από τα προσωνύμια του πτηνού είναι «pegging-awl loon» δηλαδή «κόλυμβος με ράμφος σαν το κατάρτι του ιστιοφόρου», επειδή έχει την ίδια κλίση με αυτό.
Το χρώμα του ράμφους είναι διαφορετικό ανάλογα με την εποχή και, κυμαίνεται από σχεδόν μαύρο το καλοκαίρι, έως σκούρο γκρι με πιο ανοιχτόχρωμο άκρο το χειμώνα. Τα ρουθούνια είναι λεπτές σχισμές τοποθετημένες στη βάση του ράμφους. Η ίριδα είναι σκούρα αιματοκόκκινη. Οι ταρσοί είναι μαύροι και τα πόδια γκρι, με σαρκόχρωμο εσωτερικό της νηκτικής μεμβράνης που ενώνει τα δάκτυλα.
Το πτέρωμα των νεαρών ατόμων είναι παρόμοιο με εκείνο των ενηλίκων, αν και με μερικά διακριτικά χαρακτηριστικά. Έχουν πιο σκούρο μέτωπο και λαιμό, με βαριές κηλιδώσεις στις πλευρές του λαιμού και στο λάρυγγα. Η ράχη τους είναι καφετί και λιγότερο διάστικτη, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι διάστικτη με καφέ κηλίδες. Τα μάτια τους είναι κοκκινωπά-καφέ, και το ράμφος τους είναι ανοικτό γκρίζο. Αν και μερικά νεαρά πουλιά έχουν αυτό το πτέρωμα μέχρι τα μέσα του χειμώνα, πολύ γρήγορα μοιάζουν με τους ενήλικες, εκτός από τα ανοικτόχρωμα ράμφη τους.
Το μήκος σώματος κυμαίνεται από 53 έως 69 εκατοστά και το άνοιγμα των πτερύγων από 91 έως 120 εκατοστά.
Περιοχές αναπαραγωγής: Αναπαράγεται σε όλες τις ακτές της απώτατης Ευρασίας και Β. Αμερικής, κοντά στο Β. Πόλο (υποπολικές περιοχές), ακόμη και στη λεγομένη περιοχή της πολικής ερήμου, φθάνοντας στα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη από οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενείας. Έτσι, αποτελεί κοινό είδος αναπαραγωγής σε πολλές βορειοευρωπαϊκές χώρες, όπως τη Βόρεια Ιρλανδία, τη Σκωτία, τη Νορβηγία, την Κ. και Β. Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Β. Ρωσία, αλλά και τη Γροιλανδία και τον Καναδά.
Περιοχές διαχείμασης: Ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος των περιοχών αναπαραγωγής, οι κατά τόπους πληθυσμοί μεταναστεύουν νότια στις δύσκολες εποχές του έτους. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί διαχειμάζουν στις επί μέρους βορειοευρωπαϊκές ακτές, αλλά μπορούν να φθάσουν μέχρι την Πορτογαλία, τη Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος. Οι ασιατικοί πληθυσμοί, διαχειμάζουν σε μία ευρεία ζώνη, από τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία Θάλασσα στα δυτικά, μέχρι τις ακτές της Ν. Κίνας και της Ιαπωνίας στα ανατολικά. Οι αμερικανικοί πληθυσμοί προτιμούν τις ακτές του Ατλαντικού σε Καναδά και ΗΠΑ, αλλά μπορούν να φθάσουν μέχρι τη Φλόριντα και το ΒΔ Μεξικό.


Λαμπροβούτι (Gavia arctica)
Λαμπροβούτι ή γαβία η αρκτική χαρακτηρίζεται από το λεπτό και ίσιο μαύρο ράμφος του, έχει γκριζωπό κεφάλι και αυχένα και πολλές ασπρόμαυρες ποικίλσεις στο σώμα.
Τα φύλα είναι όμοια, αλλά το πτέρωμα εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές μορφές, της αναπαραγωγικής και της μη αναπαραγωγικής εποχής, (εποχικός διμορφισμός) με το πρώτο να είναι εντυπωσιακό σε χρώματα, σχέδια και αναλογίες. Είναι αρκετά μεγάλο πουλί, αλλά είναι το τρίτο σε μέγεθος από τα θαλασσοβούτια που απαντώνται στον ευρωπαϊκό χώρο, μεγαλύτερο μόνον από το Κηλιδοβούτι.
Στο λαμπερό φτέρωμα αναπαραγωγής ξεχωρίζει η, σχεδόν «γεωμετρική», διάταξη των σχεδίων που εμφανίζει η άνω επιφάνεια του σώματος. Η ράχη είναι σκούρα γκρι, με χαρακτηριστικά λευκά, τετράπλευρα «μπαλώματα», πυκνά και ομοιόμορφα διατεταγμένα. Φέρει επίσης μικρότερες λευκές κηλίδες στα ελάσσονα καλυπτήρια φτερά της άνω επιφάνειας (lesser upper coverts). Το πάνω μέρος του κεφαλιού, ο αυχένας και οι πλευρές του έχουν στιλπνό γκρί χρώμα, ενώ στις πλευρές του λαιμού εμφανίζονται 5-6 ασπρόμαυρες ρίγες, επίσης ομοιόμορφα διατεταγμένες. Το πηγούνι και το εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού, φέρει μία σειρά από λεπτές και μικρές ραβδώσεις λευκού χρώματος, εν είδει περιδεραίου και, αμέσως από κάτω, μία μαύρη, μεγάλη τετράπλευρη περιοχή που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις λευκές γραμμώσεις του λαιμού.





Το πάνω μέρος του στήθους φέρει και αυτό ασπρόμαυρες ραβδώσεις, πυκνότερες, όχι όμως τόσο λαμπερές όσο του λαιμού, ενώ η κοιλιά, οι πλευρές (flanks) και τα καλυπτήρια της κάτω επιφάνειας των πτερύγων είναι κατάλευκα.
Η ίριδα είναι κόκκινη, οι ταρσοί είναι μαύροι στο εξωτερικό και γκρι στο εσωτερικό, ενώ τα ενωμένα με νηκτική μεμβράνη πόδια είναι γκρι ή σαρκόχρωμα. Το ράμφος είναι σκούρο γκρι προς μαύρο και, είναι ευθύ και στιβαρό, χωρίς κλίση στο άκρο του (διαφορά από το Κηλιδοβούτι).
Το χειμερινό φτέρωμα του πουλιού, αντίθετα, δεν έχει κανένα από τα χρώματα και κοντράστ σχέδια του αναπαραγωγικού φτερώματος, ενώ ακόμη και η ίριδα γίνεται μαύρη και το ράμφος πιο γκρίζο. Το Λαμπροβούτι αποκτά μία «αδιάφορη» ενδυμασία, με ένα θαμπό γκρίζο-καφέ χρώμα σε ολόκληρο το πάνω μέρος από τη ράχη μέχρι το κεφάλι, ενώ από το ύψος των οφθαλμών, περίπου, και κάτω κυριαρχεί το λευκό σε όλη την κάτω επιφάνεια του σώματος. Μόνο στη ράχη, οι λαμπερές ασπρόμαυρες ραβδώσεις του καλοκαιριού έχουν υποβαθμιστεί σε αχνές ασπριδερές κηλίδες και, αυτές, ορατές μόνον από κοντινή απόσταση.
Το μήκος σώματος κυμαίνεται από 58 έως 75 εκατοστά, το άνοιγμα των πτερύγων περίπου 122 εκατοστά. Βάρος αρσενικού 3300-3500 γραμμάρια ενώ του θηλυκού 2050-2500 γραμμάρια.
Βιότοπος: Τον χειμώνα αφήνει τις αρκτικές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας και διαχειμάζει σε νοτιότερες θαλάσσιες ακτές. Στην εποχή αναπαραγωγής συχνάζει σε βαθιές, παραγωγικές λίμνες γλυκού νερού ή μεγάλες υδάτινες κοιλότητες με νησάκια, χερσονησίδες και άλλες απρόσιτες θέσεις φωλιάσματος και μόνο περιστασιακά σε θαλάσσιες ακτές.
Εκτός περιόδου αναπαραγωγής το είδος είναι πιο κοινό σε ύδατα κατά μήκος προστατευομένων ακτών, ενώ περιστασιακά συχνάζει επίσης σε εκτεταμένες ηπειρωτικές περιοχές γλυκού νερού , όπως φυσικές λίμνες ή φράγματα, λιμνοθάλασσες και μεγάλους ποταμούς. Κάποιες φορές υπάρχει ανάμιξη πληθυσμών με εκείνους του Κηλιδοβουτιού.
Γενικά, εξαρτάται άμεσα από τις μεγάλες ή μετρίου μεγέθους βαθιές και απομονωμένες ηπειρωτικές λίμνες που τις αναζητά κυρίως στην τούνδρα και την τάιγκα. Οι λίμνες αυτές είναι καθαρές, με έντονη βλάστηση τόσο στις ακτές τους (καλαμιές), όσο και στο βυθό, χωρίς απαραίτητα να παρέχουν τροφή, αφού η αναζήτηση λείας μπορεί να γίνεται και σε άλλα νερά. Αρκετές φορές, όμως, θα βρεθεί και σε ημιερημικές στεπώδεις εκτάσεις, κυρίως στην περιοχή του Ισίκ-Κουλ, στα νότια της επικρατείας του, ενώ στην περιοχή των ορέων Αλτάι και Σαγιάν μπορεί να φωλιάσει και στα 2100-2300 μέτρα.
Στην Ελλάδα, επειδή έρχεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα απαντάται στις παράκτιες θαλάσσιες περιοχές.


(Gavia pacifica)
Το είδος Gavia pacifica έχει μαύρο χρώμα στο κεφάλι και στη ράχη και ανοιχτότερο στην κάτω επιφάνεια. Συναντάται στη Βορειοανατολική Ασία και την Αρκτική και στις υποαρκτικές περιοχές της Βόρειας Αμερικής δηλαδή στον βόρειο Καναδά και στην Αλάσκα.
Το μήκος του είναι κατά μέσο όρο είναι περίπου 61 εκατοστά. Τα αρσενικά ζυγίζουν 1500-2600 γραμμάρια, τα θηλυκά 1200-2500 γραμμάρια. Η ίριδα είναι καφέ.


Παγοβούτι (Gavia immer)
Το πιο γνωστό είδος είναι το Gavia immer, το οποίο αποτελεί το εθνικό πτηνό του Καναδά. Φτάνει σε μήκος τα 80 εκ., έχει κατάμαυρο κεφάλι, μαύρο ράμφος και το καλοκαίρι φέρει ένα λευκό περιλαίμιο με μαύρες ρίγες. Από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο ζει στη βορειοδυτική Ευρώπη, στην Ισλανδία, στη Γροιλανδία και στις αρκτικές περιοχές της Βόρειας Αμερικής· με τα πρώτα κρύα μεταναστεύει στον νότο, για να περάσει τον χειμώνα, φτάνοντας συχνά μέχρι τις ακτές της Μεσογείου και του Μεξικού. Αποτελεί σπάνιο επισκέπτη της χώρας μας, όπου είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παγοβούτι.


Κιτρινομύτικο παγοβούτι (Gavia adamsii)
Το κιτρινομύτικο παγοβούτι, Gavia adamsii, είναι ο πιο μεγαλόσωμος αντιπρόσωπος της οικογένειας, φτάνοντας σε μήκος τα 88 εκ. Το πουλί αυτό κλωσά τα αβγά του στις αρκτικές περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής· παλαιότερα θεωρούσαν ότι ήταν υποείδος του Gavia immer, από το οποίο διαφέρει κυρίως λόγω του υπόλευκου ή κιτρινωπού ράμφους του.


Το γένος Gavia περιλαμβάνει 5 είδη. Τα είδη αυτά μεταναστεύουν τον χειμώνα στον νότο και σπάνια πλέον εμφανίζονται στο εσωτερικό της ξηράς:
Λαμπροβούτι, γαβία η αρκτική (Gavia arctica)
Κηλιδοβούτι, γαβία η αστερόεις (Gavia stellata)
Κιτρινομύτικο παγοβούτι (Gavia adamsii)
Παγοβούτι (Gavia immer)
(Gavia pacifica)
Ετικέτες: Θαλλασοπούλια

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Γαβιίδες

Back To Top