Παχυκέφαλα (Pachycephala)
Γένος ωδικών πουλιών της οικογένειας των παχυκεφαλιδών (Pachycephalidae), που θεωρείται από ορισμένους ορνιθολόγους ως υποοικογένεια των Μυγοθηρίδων (Muscicapidae), που αριθμεί διάφορα είδη με εύρωστο σώμα, χωρίς διακριτό λαιμό και με μελωδικό κελάηδισμα. Τα περισσότερα είδη έχουν μήκος από 15 έως 18 εκατοστά. Τα περισσότερα είδη έχουν καφέ ή γκρι φτέρωμα, ορισμένα είδη έχουν φτέρωμα με μαύρες, λευκές ή κίτρινες περιοχές. Τα θηλυκά έχουν συνήθως ανοιχτότερα χρώματα. Το ράμφος είναι δυνατό και βραχύ έως μέτριο σε μήκος. Τα φτερά και η ουρά είναι μεσαίου μήκους, τα πόδια είναι μικρά. Η επιστημονική ονομασία τους είναι η κυριολεκτική έννοια της λέξεως, λόγω του μεγάλου κεφαλιού, σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα.
Ενδιαίτημα
Ζούνε στην Ωκεανία και τη νοτιοανατολική Ασία. Προτιμούν κυρίως δάση, στην Αυστραλία συναντούνται και σε ανοικτές εκτάσεις.
Είναι κοινά στην Αυστραλία, την Τασμανία, τη Νέα Γουινέα, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες στο νότιο Βιετνάμ, την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη, τη Μυανμάρ, το Μπαγκλαντές και τη Δυτική Βεγγάλη, καθώς και στα νησιά του τροπικού, δυτικού Ειρηνικού από τις νήσους Σολομώντα μέχρι την Τόνγκα.
Διατροφή
Τρέφονται κυρίως με έντομα και άλλα ασπόνδυλα. Πιάνουν τα έντομα στον αέρα ή τα αναζητούν στα φυλλώματα των δέντρων.
Αναπαραγωγή
Φτιάχνουν κυπελλοειδείς φωλιές, φτιαγμένες από κλαδιά, χορτάρια, φλοιούς, φύλλα και άλλα μαλακά υλικά, συνήθως, σε διχάλες δέντρων, στο έδαφος, σε θάμνους ή σε ένα βράχια. Το θηλυκό γεννάει δύο έως τρία αυγά, η επώαση διαρκεί 15 έως 19 ημέρες. Οι νεοσσοί μπορούν να πετάξουν μετά από 10 έως 12 ημέρες, στη συνέχεια, σιτίζονται από τους γονείς για διάστημα έως δύο μηνών. Στα περισσότερα από τα είδη που μελετήθηκαν μέχρι τώρα, τα θηλυκά και τα αρσενικά συμμετέχουν εξίσου στην κατασκευή της φωλιάς, στην επώαση και τη διατροφή των νεαρών πουλιών.
Το πιο γνωστό είναι ο παχυκέφαλος ο λευκόλαιμος, που ζει στη Μαλαισία και στην Ωκεανία. Το ράμφος του έχει σκληρές τρίχες στη βάση, τα μάτια του είναι μικρά και το χρώμα του είναι καστανογάλαζο, λευκό κάτω από τον λαιμό και μαύρο στις παρειές, στα πλάγια του κεφαλιού και στο πάνω μέρος του στήθους.
Γένος ωδικών πουλιών της οικογένειας των παχυκεφαλιδών (Pachycephalidae), που θεωρείται από ορισμένους ορνιθολόγους ως υποοικογένεια των Μυγοθηρίδων (Muscicapidae), που αριθμεί διάφορα είδη με εύρωστο σώμα, χωρίς διακριτό λαιμό και με μελωδικό κελάηδισμα. Τα περισσότερα είδη έχουν μήκος από 15 έως 18 εκατοστά. Τα περισσότερα είδη έχουν καφέ ή γκρι φτέρωμα, ορισμένα είδη έχουν φτέρωμα με μαύρες, λευκές ή κίτρινες περιοχές. Τα θηλυκά έχουν συνήθως ανοιχτότερα χρώματα. Το ράμφος είναι δυνατό και βραχύ έως μέτριο σε μήκος. Τα φτερά και η ουρά είναι μεσαίου μήκους, τα πόδια είναι μικρά. Η επιστημονική ονομασία τους είναι η κυριολεκτική έννοια της λέξεως, λόγω του μεγάλου κεφαλιού, σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα.
Ενδιαίτημα
Ζούνε στην Ωκεανία και τη νοτιοανατολική Ασία. Προτιμούν κυρίως δάση, στην Αυστραλία συναντούνται και σε ανοικτές εκτάσεις.
Είναι κοινά στην Αυστραλία, την Τασμανία, τη Νέα Γουινέα, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες στο νότιο Βιετνάμ, την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη, τη Μυανμάρ, το Μπαγκλαντές και τη Δυτική Βεγγάλη, καθώς και στα νησιά του τροπικού, δυτικού Ειρηνικού από τις νήσους Σολομώντα μέχρι την Τόνγκα.
Διατροφή
Τρέφονται κυρίως με έντομα και άλλα ασπόνδυλα. Πιάνουν τα έντομα στον αέρα ή τα αναζητούν στα φυλλώματα των δέντρων.
Αναπαραγωγή
Φτιάχνουν κυπελλοειδείς φωλιές, φτιαγμένες από κλαδιά, χορτάρια, φλοιούς, φύλλα και άλλα μαλακά υλικά, συνήθως, σε διχάλες δέντρων, στο έδαφος, σε θάμνους ή σε ένα βράχια. Το θηλυκό γεννάει δύο έως τρία αυγά, η επώαση διαρκεί 15 έως 19 ημέρες. Οι νεοσσοί μπορούν να πετάξουν μετά από 10 έως 12 ημέρες, στη συνέχεια, σιτίζονται από τους γονείς για διάστημα έως δύο μηνών. Στα περισσότερα από τα είδη που μελετήθηκαν μέχρι τώρα, τα θηλυκά και τα αρσενικά συμμετέχουν εξίσου στην κατασκευή της φωλιάς, στην επώαση και τη διατροφή των νεαρών πουλιών.
Το πιο γνωστό είναι ο παχυκέφαλος ο λευκόλαιμος, που ζει στη Μαλαισία και στην Ωκεανία. Το ράμφος του έχει σκληρές τρίχες στη βάση, τα μάτια του είναι μικρά και το χρώμα του είναι καστανογάλαζο, λευκό κάτω από τον λαιμό και μαύρο στις παρειές, στα πλάγια του κεφαλιού και στο πάνω μέρος του στήθους.