Ο Κύκνος (Cygnus)
Γένος στεγανόποδων, χηνόμορφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Περιλαμβάνει 7 είδη μεγαλόσωμων πουλιών, με μακρύ και ευλύγιστο λαιμό, τον οποίο κυρτώνουν καθώς μετακινούνται με χάρη μέσα στο νερό. Ο μακρύς λαιμός επιτρέπει στους κ. να αναζητούν εύκολα διάφορα υδρόβια φυτά, με τα οποία τρέφονται, μέσα στην ιλύ του πυθμένα των λιμνών και της κοίτης των ποταμών.
Τα πουλιά αυτά έχουν εξαιρετικές πτητικές ικανότητες, όπως αποδεικνύεται από τις μακρινές μεταναστεύσεις που πραγματοποιούν, ακόμα και μέσα σε καταιγίδες· κατά τη μετανάστευση πετούν με μεγάλη ταχύτητα και σε μεγάλο ύψος, συνήθως σε σχηματισμό V.
Κατηγορία: Υδρόβια & Παρυδάτια
Φωτογραφίες Κύκνος (Cygnus columbianus)
Αναπαραγωγή:
Οι κ. είναι μονογαμικά πουλιά και ζευγαρώνουν για μια ζωή. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο το ζευγάρι εκτελεί εντυπωσιακές γαμήλιες επιδείξεις· σε ένα είδος γαμήλιου χορού, το αρσενικό και το θηλυκό, αντικριστά μεταξύ τους, ανοίγουν τις φτερούγες τους και βγάζουν δυνατές κραυγές. Το θηλυκό αποθέτει 3-8 αβγά, τα οποία επωάζει για 30-35 μέρες, υπό την προστασία του αρσενικού. Οι νεοσσοί καλύπτονται από γκριζωπό χνούδι και πολλές φορές μεταφέρονται πάνω στην πλάτη της μητέρας τους.
Διατροφή: Τρέφεται με διάφορα υδρόβια φυτά τσαλαβουτώντας μέσα στην ιλύ στα ρηχά νερά. Η διατροφή του του περιλαμβάνει επίσης σπόρους, τα σκουλήκια και όστρακα.
Στις ψυχρές και εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου συναντώνται 5 είδη κ.: Cygnus cygnus, Cygnus bewickii, Cygnus olor, Cygnus columbianus και Cygnus buccinator· όλα έχουν όμορφο ολόλευκο φτέρωμα και μαύρα πόδια, ενώ διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως στο μέγεθος του σώματος και στη μορφή του ράμφους τους. Κατά το φθινόπωρο τα περισσότερα από αυτά μεταναστεύουν προς θερμότερες περιοχές –ορισμένα φτάνουν μέχρι την Αφρική– όπου παραμένουν μέχρι τις αρχές της άνοιξης.
Αγριόκυκνος (Cygnus cygnus)
Το είδος Cygnus cygnus (άγριος κ. ή αγριόκυκνος) αναπαράγεται στις υποαρκτικές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας και διαχειμάζει στη νότια Ευρώπη και στην ανατολική Ασία. Το ράμφος του είναι μαύρο με μια κίτρινη κηλίδα στη βάση.
Νανόκυκνος (Cygnus bewickii)
Παρόμοιο, αλλά μικρότερο σε μέγεθος, είναι το είδος Cygnus bewickii (κοινώς, νανόκυκνος), το οποίο αναπαράγεται στην αρκτική ζώνη της Ρωσίας και μεταναστεύει το φθινόπωρο προς τη δυτική Ευρώπη και την ανατολική Ασία.
Βουβόκυκνος (Cygnus Olor)
Το είδος Cygnus olor (βασιλικός κ.) είναι κοινό στις εύκρατες περιοχές της Ασίας, απ’ όπου κατάγεται, και της Ευρώπης, ενώ έχει εισαχθεί και στην Βόρεια Αμερική. Χαρακτηρίζεται από ένα μαύρο, χοντρό, σφαιρικό φυμάτιο στη βάση του πορτοκαλόχρωμου ράμφους του. Είναι ο πιο σιωπηλός κ., γι’ αυτό είναι γνωστός και με την κοινή ονομασία βουβόκυκνος· βγάζει, ωστόσο, ορισμένες φορές μία κραυγή όμοια με ήχο σάλπιγγας. Στο γεγονός αυτό οφείλεται πιθανώς ο λανθασμένος θρύλος για το κύκνειο άσμα, σύμφωνα με τον οποίο, το πουλί τραγουδά μόνο λίγο πριν πεθάνει. Τα παραπάνω είδη συναντώνται και στην Ελλάδα, με πιο κοινό τον βουβόκυκνο.
Cygnus Columbianus
Το είδος Cygnus columbianus, που συναντάται το καλοκαίρι στην αρκτική τούνδρα της Βόρειας Αμερικής, μεταναστεύει νοτιότερα κατά το φθινόπωρο, φτάνοντας μέχρι το Τέξας. Ορισμένοι ερευνητές αναφέρουν το είδος Cygnus bewickii, ως ευρασιατικό υποείδος του είδους Cygnus columbianus, με την ονομασία Cygnus columbianus bewickii.
Κύκνος-τρομπέτα (Cygnus buccinator)
Στη Βόρεια Αμερική ζει και το είδος Cygnus buccinator (ή υποείδος Cygnus cygnus buccinator), ένας από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος κ., μετά τον βουβόκυκνο· αναφέρεται και ως σαλπιγκτής, καθώς τα αρσενικά, ιδίως στην αρχή της γαμήλιας παρέλασης και κατά την πτήση, παράγουν μια δυνατή κραυγή όμοια με τον ήχο τρομπέτας. Στις αρχές του 20ού αι. το είδος αυτό κινδύνευσε με εξαφάνιση.
Στη Νότια Αμερική ζει το είδος Cygnus melanocorypha, το φτέρωμα του οποίου είναι μαύρο στο κεφάλι και στον λαιμό.
Κοσκορόμπα (Coscoroba coscoroba)
Στην ίδια περιοχή συναντάται και το μικρόσωμο είδος Coscoroba coscoroba, που αναφέρεται με την ονομασία κ., αν και ανήκει σε διαφορετικό γένος· το πουλί αυτό έχει λευκό φτέρωμα, κόκκινο ράμφος και ρόδινα πόδια.
Μαυρόκυκνος (cygnus atratus)
Τελείως μαύρο, με κατακόκκινο ράμφος, είναι το είδος Cygnus atratus· ο μαύρος κ. ανακαλύφθηκε στην Αυστραλία, κατά τα τέλη του 17ου αι., από Ευρωπαίους εξερευνητές και μεταφέρθηκε σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Οι κ., παρά τον έκδηλα ευερέθιστο χαρακτήρα τους, προπάντων κατά την αναπαραγωγική περίοδο, προσαρμόζονται εύκολα στην αιχμαλωσία, γι’ αυτό εκτρέφονται συχνά για διακοσμητικούς σκοπούς στις μικρές λιμνούλες των πάρκων.
Η οικογένεια περιλαμβάνει τα εξής είδη.
Από τα 7 είδη συνολικά (μερικά από αυτά αποτελούν για ορισμένους ορνιθολόγους υποείδη) τα 5 είναι ολόλευκα, με μαύρα πόδια και απαντούν στο Βόρειο Ημισφαίριο:
Βουβόκυκνος (Cygnus Olor)
1.Ο βουβόκυκνος (Cygnus olor), με ένα μαύρο εξόγκωμα στη βάση του πορτοκαλιού ράμφους, με καμπύλη στάση τού λαιμού και με έντονη κύρτωση τών φτερών. Το είδος αυτό είναι ιθαγενές της Ασίας, από όπου και εισήχθη στην Ευρώπη κυρίως ως διακοσμητικό κατά τον Μεσαίωνα και μετά σε όλο τον κόσμο. Είναι μεγαλοπρεπείς με τεράστιο μέγεθος, και πλάτος πτερύγων που φτάνει τα 2.40 μέτρα, κατάλευκο πτέρωμα και πολύ μακρύ κομψό λαιμό. Είναι ο βαρύτερος κύκνος και μπορεί να ξεπεράσει τα 20 κιλά βάρους. Χαρακτηριστικό του είδους είναι το ροδοκόκκινο ράμφος με την μαύρη λωρίδα στην βάση του και τα μαύρα πόδια. Στην βάση του ράμφους έχει επίσης ένα χαρακτηριστικό καρούμπαλο πού είναι μεγαλύτερο στο αρσενικό. Παρόλη την ονομασία τους (mute = άφωνος, βουβός) επικοινωνούν με διάφορους συριγμούς, γρυλίσματα και σφυρίγματα.
Εξάπλωση: Κατά την αναπαραγωγική περίοδο στην Ευρώπη (στην Βρετανία θεωρούνται ακόμα βασιλικά πτηνά, ιδιοκτησίας του Στέμματος), και την εύκρατη ζώνη μεταξύ του 40ου και 60ου παραλλήλου. Περιλαμβάνεται η Αγγλία, η Ολλανδία, η νότια Σουηδία, η Γερμανία, η Ρουμανία, η Ρωσία, Μικρά Ασία και ανατολικότερα η Μογγολία και η Μαντζουρία. Σε ήπιους χειμώνες δεν μεταναστεύουν συνήθως, και σε βαρυχειμωνιά μεταναστεύουν νοτιότερα προς τις Μεσογειακές χώρες και την νοτιοδυτική Ασία. Πολλοί λευκοί κύκνοι έχουν μεταφερθεί από τους ανθρώπους στην Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και τις Η.Π.Α.
Φυσικό περιβάλλον: Συναντάται σε λίμνες, ρυάκια, ποτάμια και γενικά κοντά σε μεγάλες επιφάνειες γλυκού νερού, αλλά και σε προστατευμένες παραθαλάσσιες περιοχές. Έχει συνηθίσει να ζει κοντά στον άνθρωπο σε λίμνες, πάρκα και δασικά καταφύγια.
Διατροφικές συνήθειες: Κυρίως τρέφεται με τα φυλλώματα υδροβίων φυτών και διάφορους σπόρους, καθώς επίσης και με μικρά αμφίβια, μαλάκια, σκουλήκια, έντομα, νύμφες εντόμων και μικρά ψαράκια.
Αναπαραγωγή: Η αναπαραγωγική τους περίοδος αρχίζει αρχές Απριλίου και τελειώνει τον Μάιο. Το ζευγάρι χτίζει μία τεράστια φωλιά, μέσα ή κοντά στο νερό, από κλαδιά και φύλλα σχηματίζοντας έναν σωρό ύψους 1.00 – 1.50 μέτρου όπου το θηλυκό γεννάει 5 – 7 γκριζόλευκα αυγά. Διάρκεια επώασης 35 με 36 ημέρες από το θηλυκό μόνο. Κατά την διάρκεια της επώασης ο αρσενικός εκτελεί χρέη φύλακα και επιτίθεται σε όποιον πλησιάσει την φωλιά. Οι νεοσσοί κολυμπούν από την πρώτη ημέρα αλλά πολύ συχνά η μητέρα τα κουβαλάει στην ράχη της. Ωριμάζουν μετά τα 3 χρόνια.
Αγριόκυκνος (Cygnus Cygnus)
2.Ο αγριόκυκνος (είδος Cygnus cygnus)
είναι ένα επιθετικό πουλί, με μαύρο ράμφος, που έχει μια διακριτή κίτρινη βάση.
Το υποείδος Cygnus cygnus buccinator, ή «κύκνος-τρομπέτα», ονομάζεται έτσι εξαιτίας της δυνατής κραυγής που παράγει η οποία ακούγεται πολύ μακριά, ενώ το ράμφος του είναι ολόμαυρο.
Νανόκυκνος (Cygnus Bewickii)
3.Ο νανόκυκνος (είδος Cygnus bewickii) έχει παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά είναι μικρότερος και πιο ήσυχος.
Cygnus Columbianus
4.Το είδος Cygnus columbianus με μαύρο ράμφος και συνήθως μια κίτρινη κηλίδα κοντά στο μάτι. Ορισμένοι ορνιθολόγοι κατατάσσουν τα 3 τελευταία είδη στο γένος Olor, διατηρώντας την ονομασία Cygnus για τον βουβόκυκνο.
Μαυρόκυκνος (cygnus atratus)
5.Ο Μαυρόκυκνος (cygnus atratus) ζει στην Αυστραλία (και την Τασμανία), τη Ν.Ζηλανδία, την Ευρώπη και Β.Αμερική. Στην Ευρώπη υπάρχουν μόνο εγκαταλειμένοι άγριοι Μαυρόκυκνοι. Ενας αυτοτροφοδοτούμενος πληθυσμός ο οποίος το 2000 αποτελούνταν από 60 έως 70 ζεύγη αναπαραγωγής, είναι πιθανό να υπάρχει μόνο στις Κάτω Χώρες και ενδεχομένως στην Καλιφόρνια. Ο συνολικός πληθυσμός του Μαυρόκυκνου εκτιμάται από την IUCN σε 100.000 έως ένα εκατομμύριο άτομα. Το είδος δεν απειλείται.
Ο Μαυρόκυκνος είναι το μεγαλύτερο υδρόβιο πτηνό, με κοντινότερο συγγενή το λευκό κύκνο (cygnus olor). Έχει την κλασσική εμφάνιση κύκνου, με καμπυλωτό λαιμό και ανασηκωμένα φρύδια. Είναι ο μόνος σχεδόν μαύρος κύκνος και έχει το μεγαλύτερο λαιμό από όλα τα είδη των κύκνων. Όπως συμβαίνει με πολλά πτηνά το αρσενικό είναι λίγο μεγαλύτερο από το θηλυκό.
Ένας ενήλικας έχει μήκος 110εκ. με 140εκ. και ζυγίζει 3700 γρ. με 8750 γρ., το άνοιγμα των φτερών είναι 160 - 200 εκατοστά. Τα αρσενικά ζυγίζουν κατά μέσο όρο έξι κιλά και πέντε κιλά τα θηλυκά. Δεν υπάρχει σημαντικός σεξουαλικός διμορφισμός, τα θηλυκά είναι μόνο ελαφρώς μικρότερα.
Το φτέρωμα είναι μαύρο, τα πόδια γκρι με μαύρα νύχια. Ασπρο έχει μόνο στα φτερά, το οποίο διακρίνεται μόνο κατά τη διάρκεια της πτήσης με ανοιχτές φτερούγες. Το ράμφος είναι έντονο κόκκινο με μια λευκή γραμμή κοντά στην άκρη του ράμφους. Το χρώμα των ματιών κυμαίνεται μεταξύ πορτοκαλί και ανοικτού καφέ έως μαύρου.
Ο Μαυρόκυκνος είναι φυτοφάγος. Τρέφεται με την υδρόβια βλάστηση κάτω από την επιφάνεια του νερού χρησιμοποιώντας το μακρύ λαιμό του. Επίσης τρέφεται με χαμηλή χερσαία βλάστηση και έντομα.
Στο Νότιο Ημισφαίριο υπάρχουν τα εξής είδη.
Μεγάλος Κύκνος (Cygnus Melancoryphus)
το είδος Cygnus melancoryphus, ένα ιδιαίτερα ευερέθιστο αλλά όμορφο πουλί, με λευκό σώμα, μαύρο λαιμό και κεφάλι και ένα προεξέχον κόκκινο φύμα στο ράμφος.
Κοσκορόμπα (Coscoroba Coscoroba)
Στην Ελλάδα υπάρχουν οι εξης: Βουβόκυκνος, Νανόκυκνος και Αγριόκυκνος.
Γένος στεγανόποδων, χηνόμορφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Περιλαμβάνει 7 είδη μεγαλόσωμων πουλιών, με μακρύ και ευλύγιστο λαιμό, τον οποίο κυρτώνουν καθώς μετακινούνται με χάρη μέσα στο νερό. Ο μακρύς λαιμός επιτρέπει στους κ. να αναζητούν εύκολα διάφορα υδρόβια φυτά, με τα οποία τρέφονται, μέσα στην ιλύ του πυθμένα των λιμνών και της κοίτης των ποταμών.
Τα πουλιά αυτά έχουν εξαιρετικές πτητικές ικανότητες, όπως αποδεικνύεται από τις μακρινές μεταναστεύσεις που πραγματοποιούν, ακόμα και μέσα σε καταιγίδες· κατά τη μετανάστευση πετούν με μεγάλη ταχύτητα και σε μεγάλο ύψος, συνήθως σε σχηματισμό V.
Κατηγορία: Υδρόβια & Παρυδάτια
Φωτογραφίες Κύκνος (Cygnus columbianus)
Αναπαραγωγή:
Οι κ. είναι μονογαμικά πουλιά και ζευγαρώνουν για μια ζωή. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο το ζευγάρι εκτελεί εντυπωσιακές γαμήλιες επιδείξεις· σε ένα είδος γαμήλιου χορού, το αρσενικό και το θηλυκό, αντικριστά μεταξύ τους, ανοίγουν τις φτερούγες τους και βγάζουν δυνατές κραυγές. Το θηλυκό αποθέτει 3-8 αβγά, τα οποία επωάζει για 30-35 μέρες, υπό την προστασία του αρσενικού. Οι νεοσσοί καλύπτονται από γκριζωπό χνούδι και πολλές φορές μεταφέρονται πάνω στην πλάτη της μητέρας τους.
Διατροφή: Τρέφεται με διάφορα υδρόβια φυτά τσαλαβουτώντας μέσα στην ιλύ στα ρηχά νερά. Η διατροφή του του περιλαμβάνει επίσης σπόρους, τα σκουλήκια και όστρακα.
Στις ψυχρές και εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου συναντώνται 5 είδη κ.: Cygnus cygnus, Cygnus bewickii, Cygnus olor, Cygnus columbianus και Cygnus buccinator· όλα έχουν όμορφο ολόλευκο φτέρωμα και μαύρα πόδια, ενώ διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως στο μέγεθος του σώματος και στη μορφή του ράμφους τους. Κατά το φθινόπωρο τα περισσότερα από αυτά μεταναστεύουν προς θερμότερες περιοχές –ορισμένα φτάνουν μέχρι την Αφρική– όπου παραμένουν μέχρι τις αρχές της άνοιξης.
Αγριόκυκνος (Cygnus cygnus)
Το είδος Cygnus cygnus (άγριος κ. ή αγριόκυκνος) αναπαράγεται στις υποαρκτικές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας και διαχειμάζει στη νότια Ευρώπη και στην ανατολική Ασία. Το ράμφος του είναι μαύρο με μια κίτρινη κηλίδα στη βάση.
Νανόκυκνος (Cygnus bewickii)
Παρόμοιο, αλλά μικρότερο σε μέγεθος, είναι το είδος Cygnus bewickii (κοινώς, νανόκυκνος), το οποίο αναπαράγεται στην αρκτική ζώνη της Ρωσίας και μεταναστεύει το φθινόπωρο προς τη δυτική Ευρώπη και την ανατολική Ασία.
Βουβόκυκνος (Cygnus Olor)
Το είδος Cygnus olor (βασιλικός κ.) είναι κοινό στις εύκρατες περιοχές της Ασίας, απ’ όπου κατάγεται, και της Ευρώπης, ενώ έχει εισαχθεί και στην Βόρεια Αμερική. Χαρακτηρίζεται από ένα μαύρο, χοντρό, σφαιρικό φυμάτιο στη βάση του πορτοκαλόχρωμου ράμφους του. Είναι ο πιο σιωπηλός κ., γι’ αυτό είναι γνωστός και με την κοινή ονομασία βουβόκυκνος· βγάζει, ωστόσο, ορισμένες φορές μία κραυγή όμοια με ήχο σάλπιγγας. Στο γεγονός αυτό οφείλεται πιθανώς ο λανθασμένος θρύλος για το κύκνειο άσμα, σύμφωνα με τον οποίο, το πουλί τραγουδά μόνο λίγο πριν πεθάνει. Τα παραπάνω είδη συναντώνται και στην Ελλάδα, με πιο κοινό τον βουβόκυκνο.
Cygnus Columbianus
Το είδος Cygnus columbianus, που συναντάται το καλοκαίρι στην αρκτική τούνδρα της Βόρειας Αμερικής, μεταναστεύει νοτιότερα κατά το φθινόπωρο, φτάνοντας μέχρι το Τέξας. Ορισμένοι ερευνητές αναφέρουν το είδος Cygnus bewickii, ως ευρασιατικό υποείδος του είδους Cygnus columbianus, με την ονομασία Cygnus columbianus bewickii.
Κύκνος-τρομπέτα (Cygnus buccinator)
Στη Βόρεια Αμερική ζει και το είδος Cygnus buccinator (ή υποείδος Cygnus cygnus buccinator), ένας από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος κ., μετά τον βουβόκυκνο· αναφέρεται και ως σαλπιγκτής, καθώς τα αρσενικά, ιδίως στην αρχή της γαμήλιας παρέλασης και κατά την πτήση, παράγουν μια δυνατή κραυγή όμοια με τον ήχο τρομπέτας. Στις αρχές του 20ού αι. το είδος αυτό κινδύνευσε με εξαφάνιση.
Στη Νότια Αμερική ζει το είδος Cygnus melanocorypha, το φτέρωμα του οποίου είναι μαύρο στο κεφάλι και στον λαιμό.
Κοσκορόμπα (Coscoroba coscoroba)
Στην ίδια περιοχή συναντάται και το μικρόσωμο είδος Coscoroba coscoroba, που αναφέρεται με την ονομασία κ., αν και ανήκει σε διαφορετικό γένος· το πουλί αυτό έχει λευκό φτέρωμα, κόκκινο ράμφος και ρόδινα πόδια.
Μαυρόκυκνος (cygnus atratus)
Τελείως μαύρο, με κατακόκκινο ράμφος, είναι το είδος Cygnus atratus· ο μαύρος κ. ανακαλύφθηκε στην Αυστραλία, κατά τα τέλη του 17ου αι., από Ευρωπαίους εξερευνητές και μεταφέρθηκε σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Οι κ., παρά τον έκδηλα ευερέθιστο χαρακτήρα τους, προπάντων κατά την αναπαραγωγική περίοδο, προσαρμόζονται εύκολα στην αιχμαλωσία, γι’ αυτό εκτρέφονται συχνά για διακοσμητικούς σκοπούς στις μικρές λιμνούλες των πάρκων.
Η οικογένεια περιλαμβάνει τα εξής είδη.
Από τα 7 είδη συνολικά (μερικά από αυτά αποτελούν για ορισμένους ορνιθολόγους υποείδη) τα 5 είναι ολόλευκα, με μαύρα πόδια και απαντούν στο Βόρειο Ημισφαίριο:
Βουβόκυκνος (Cygnus Olor)
1.Ο βουβόκυκνος (Cygnus olor), με ένα μαύρο εξόγκωμα στη βάση του πορτοκαλιού ράμφους, με καμπύλη στάση τού λαιμού και με έντονη κύρτωση τών φτερών. Το είδος αυτό είναι ιθαγενές της Ασίας, από όπου και εισήχθη στην Ευρώπη κυρίως ως διακοσμητικό κατά τον Μεσαίωνα και μετά σε όλο τον κόσμο. Είναι μεγαλοπρεπείς με τεράστιο μέγεθος, και πλάτος πτερύγων που φτάνει τα 2.40 μέτρα, κατάλευκο πτέρωμα και πολύ μακρύ κομψό λαιμό. Είναι ο βαρύτερος κύκνος και μπορεί να ξεπεράσει τα 20 κιλά βάρους. Χαρακτηριστικό του είδους είναι το ροδοκόκκινο ράμφος με την μαύρη λωρίδα στην βάση του και τα μαύρα πόδια. Στην βάση του ράμφους έχει επίσης ένα χαρακτηριστικό καρούμπαλο πού είναι μεγαλύτερο στο αρσενικό. Παρόλη την ονομασία τους (mute = άφωνος, βουβός) επικοινωνούν με διάφορους συριγμούς, γρυλίσματα και σφυρίγματα.
Εξάπλωση: Κατά την αναπαραγωγική περίοδο στην Ευρώπη (στην Βρετανία θεωρούνται ακόμα βασιλικά πτηνά, ιδιοκτησίας του Στέμματος), και την εύκρατη ζώνη μεταξύ του 40ου και 60ου παραλλήλου. Περιλαμβάνεται η Αγγλία, η Ολλανδία, η νότια Σουηδία, η Γερμανία, η Ρουμανία, η Ρωσία, Μικρά Ασία και ανατολικότερα η Μογγολία και η Μαντζουρία. Σε ήπιους χειμώνες δεν μεταναστεύουν συνήθως, και σε βαρυχειμωνιά μεταναστεύουν νοτιότερα προς τις Μεσογειακές χώρες και την νοτιοδυτική Ασία. Πολλοί λευκοί κύκνοι έχουν μεταφερθεί από τους ανθρώπους στην Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και τις Η.Π.Α.
Φυσικό περιβάλλον: Συναντάται σε λίμνες, ρυάκια, ποτάμια και γενικά κοντά σε μεγάλες επιφάνειες γλυκού νερού, αλλά και σε προστατευμένες παραθαλάσσιες περιοχές. Έχει συνηθίσει να ζει κοντά στον άνθρωπο σε λίμνες, πάρκα και δασικά καταφύγια.
Διατροφικές συνήθειες: Κυρίως τρέφεται με τα φυλλώματα υδροβίων φυτών και διάφορους σπόρους, καθώς επίσης και με μικρά αμφίβια, μαλάκια, σκουλήκια, έντομα, νύμφες εντόμων και μικρά ψαράκια.
Αναπαραγωγή: Η αναπαραγωγική τους περίοδος αρχίζει αρχές Απριλίου και τελειώνει τον Μάιο. Το ζευγάρι χτίζει μία τεράστια φωλιά, μέσα ή κοντά στο νερό, από κλαδιά και φύλλα σχηματίζοντας έναν σωρό ύψους 1.00 – 1.50 μέτρου όπου το θηλυκό γεννάει 5 – 7 γκριζόλευκα αυγά. Διάρκεια επώασης 35 με 36 ημέρες από το θηλυκό μόνο. Κατά την διάρκεια της επώασης ο αρσενικός εκτελεί χρέη φύλακα και επιτίθεται σε όποιον πλησιάσει την φωλιά. Οι νεοσσοί κολυμπούν από την πρώτη ημέρα αλλά πολύ συχνά η μητέρα τα κουβαλάει στην ράχη της. Ωριμάζουν μετά τα 3 χρόνια.
Αγριόκυκνος (Cygnus Cygnus)
2.Ο αγριόκυκνος (είδος Cygnus cygnus)
είναι ένα επιθετικό πουλί, με μαύρο ράμφος, που έχει μια διακριτή κίτρινη βάση.
Το υποείδος Cygnus cygnus buccinator, ή «κύκνος-τρομπέτα», ονομάζεται έτσι εξαιτίας της δυνατής κραυγής που παράγει η οποία ακούγεται πολύ μακριά, ενώ το ράμφος του είναι ολόμαυρο.
Νανόκυκνος (Cygnus Bewickii)
3.Ο νανόκυκνος (είδος Cygnus bewickii) έχει παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά είναι μικρότερος και πιο ήσυχος.
Cygnus Columbianus
4.Το είδος Cygnus columbianus με μαύρο ράμφος και συνήθως μια κίτρινη κηλίδα κοντά στο μάτι. Ορισμένοι ορνιθολόγοι κατατάσσουν τα 3 τελευταία είδη στο γένος Olor, διατηρώντας την ονομασία Cygnus για τον βουβόκυκνο.
Μαυρόκυκνος (cygnus atratus)
5.Ο Μαυρόκυκνος (cygnus atratus) ζει στην Αυστραλία (και την Τασμανία), τη Ν.Ζηλανδία, την Ευρώπη και Β.Αμερική. Στην Ευρώπη υπάρχουν μόνο εγκαταλειμένοι άγριοι Μαυρόκυκνοι. Ενας αυτοτροφοδοτούμενος πληθυσμός ο οποίος το 2000 αποτελούνταν από 60 έως 70 ζεύγη αναπαραγωγής, είναι πιθανό να υπάρχει μόνο στις Κάτω Χώρες και ενδεχομένως στην Καλιφόρνια. Ο συνολικός πληθυσμός του Μαυρόκυκνου εκτιμάται από την IUCN σε 100.000 έως ένα εκατομμύριο άτομα. Το είδος δεν απειλείται.
Ο Μαυρόκυκνος είναι το μεγαλύτερο υδρόβιο πτηνό, με κοντινότερο συγγενή το λευκό κύκνο (cygnus olor). Έχει την κλασσική εμφάνιση κύκνου, με καμπυλωτό λαιμό και ανασηκωμένα φρύδια. Είναι ο μόνος σχεδόν μαύρος κύκνος και έχει το μεγαλύτερο λαιμό από όλα τα είδη των κύκνων. Όπως συμβαίνει με πολλά πτηνά το αρσενικό είναι λίγο μεγαλύτερο από το θηλυκό.
Ένας ενήλικας έχει μήκος 110εκ. με 140εκ. και ζυγίζει 3700 γρ. με 8750 γρ., το άνοιγμα των φτερών είναι 160 - 200 εκατοστά. Τα αρσενικά ζυγίζουν κατά μέσο όρο έξι κιλά και πέντε κιλά τα θηλυκά. Δεν υπάρχει σημαντικός σεξουαλικός διμορφισμός, τα θηλυκά είναι μόνο ελαφρώς μικρότερα.
Το φτέρωμα είναι μαύρο, τα πόδια γκρι με μαύρα νύχια. Ασπρο έχει μόνο στα φτερά, το οποίο διακρίνεται μόνο κατά τη διάρκεια της πτήσης με ανοιχτές φτερούγες. Το ράμφος είναι έντονο κόκκινο με μια λευκή γραμμή κοντά στην άκρη του ράμφους. Το χρώμα των ματιών κυμαίνεται μεταξύ πορτοκαλί και ανοικτού καφέ έως μαύρου.
Ο Μαυρόκυκνος είναι φυτοφάγος. Τρέφεται με την υδρόβια βλάστηση κάτω από την επιφάνεια του νερού χρησιμοποιώντας το μακρύ λαιμό του. Επίσης τρέφεται με χαμηλή χερσαία βλάστηση και έντομα.
Στο Νότιο Ημισφαίριο υπάρχουν τα εξής είδη.
Μεγάλος Κύκνος (Cygnus Melancoryphus)
το είδος Cygnus melancoryphus, ένα ιδιαίτερα ευερέθιστο αλλά όμορφο πουλί, με λευκό σώμα, μαύρο λαιμό και κεφάλι και ένα προεξέχον κόκκινο φύμα στο ράμφος.
Κοσκορόμπα (Coscoroba Coscoroba)
Στην Ελλάδα υπάρχουν οι εξης: Βουβόκυκνος, Νανόκυκνος και Αγριόκυκνος.