Σαρκόραμφος - Ορνιθοπανίδα Σαρκόραμφος

Σαρκόραμφος

Βασιλικός γύπας ή Σαρκόραμφος, King Vulture (Sarcoramphus papa)
Ο Βασιλικός γύπας ή Σαρκόραμφος είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Καθαρτιδών, ένας από τους επτά γύπες του Νέου Κόσμου, που απαντώνται στην αμερικανική ήπειρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Sarcoramphus papa και δεν περιλαμβάνει υποείδη.
Ο βασιλικός γύπας, ένα από τα μεγάλα αρπακτικά πτηνά της Αμερικής, ξεχωρίζει από τα εντυπωσιακά χρώματα του κεφαλιού του και το χαρακτηριστικό φύμα στο πάνω μέρος του ράμφους του. Απεικονίστηκε ευρέως στους ιερούς κώδικες των Μάγια (códices mayas) οι οποίοι τον θεωρούσαν ιερό πτηνό (βλ. Κουλτούρα). Σήμερα, παρόλο που κατατάσσεται από την IUCN στα είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), οι πηθυσμοί του μειώνονται συνεχώς, με κύρια αιτία την απώλεια των ενδιαιτημάτων του.
Γένος: Κόνδορες, Καθάρτες (Cathartidae).

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Sarcoramphus, είναι η άμεση απόδοση της ελληνικής λέξης Σαρκόραμφος, στην λατινική γλώσσα. Η ονομασία αυτή παραπέμπει, στο χαρακτηριστικό σαρκώδες φύμα (λειρί) του ράμφους του.
Η λατινική ονομασία του είδους, papa «πάπας», παραπέμπει στο παρουσιαστικό του και, συγκεκριμένα, στο ασπρόμαυρο πτέρωμά του, που μοιάζει με το κληρικό ένδυμα, τουλάχιστον όπως το φαντάστηκε ο ονοματήσας το πτηνό.
Για την προέλευση της αγγλικής ονομασίας του πτηνού King vulture «Βασιλικός γύπας» υπάρχουν δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ο συγκεκριμένος γύπας, εκτοπίζει «ιεραρχικά» τους μικρότερους «καθαριστές» (scavengers), πάνω από τα θνησιμαία και τρέφεται πρώτος, ενώ εκείνοι περιμένουν. Ωστόσο, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι το όνομα προέρχεται από τους θρύλους των Μάγια, στους οποίους το πτηνό ήταν «βασιλιάς» ή «κύριος» (lord) και είχε αναλάβει τον ρόλο αγγελιαφόρου μεταξύ θεών και ανθρώπων. Επίσης το πτηνό ονομαζόταν και «άσπρος κόρακας» από τους Ισπανούς κατακτητές στην Παραγουάη. Στη γλώσσα Νάουατλ, απεκαλείτο cozcacuauhtli, από τα συνθετικά cozcatl «κολάρο» και cuauhtli «αρπακτικό πουλί».



Μορφολογία: Εξαιρουμένων των δύο μεγάλων κονδόρων, ο βασιλικός γύπας είναι ο μεγαλύτερος από τους γύπες του Νέου Κόσμου. Το γενικό του παρουσιαστικό τονίζεται από το ογκώδες ράμφος, το άπτερο αλλά εξαιρετικά πολύχρωμο καφάλι, τις ευρείες πτέρυγες και την σχετικά κοντή, τετραγωνισμένη ουρά. Έχει λευκό-κρεμ πτέρωμα, με κάποια ροζέ απόχρωση, στο άνω τμήμα της ράχης, αλλά το κάτω μέρος είναι μαύρο δημιουργώντας έντονη αντίθεση. Οι πτέρυγες είναι, επίσης, ασπρόμαυρες, τόσο στην άνω όσο και στην κάτω επιφάνειά τους, με το λευκό χρώμα προς το εμπρόσθιο τμήμα (πατάγιο). Μαύρο είναι και το ουροπύγιο, ενώ ο λαιμός περιβάλλεται από χαρακτηριστική, σκουρογκρίζα ή μαύρη παχιά χαίτη (ruff) και είναι άπτερος.
Το κεφάλι του βασιλικού γύπα είναι από τα πλέον όμορφα στα αρπακτικά πτηνά, με πολλά και έντονα χρώματα που καλύπτουν όλο σχεδόν το χρωματικό φάσμα, κάτι που τον διαφοροποιεί εύκολα από τους συγγενικούς γύπες. Τα χρώματα αυτά περιλαμβάνουν κόκκινο και μωβ στο κεφάλι, εκεί όπου το δέρμα εμφανίζεται «ζαρωμένο» και πτυχωτό, και έντονο πορτοκαλί και κίτρινο στον λαιμό. Οι ρινοφθάλμιες περιοχές φέρουν χαρακτηριστικούς κρεμάμενους λοβούς, βιολετί, γκριζομπλέ ή μωβ χρώματος.
Το ράμφος είναι ισχυρότατο -θεωρείται το ισχυρότερο από όλα τα αρπακτικά του Νέου Κόσμου,- έχει χρώμα πορτοκαλί-κόκκινο και οξύτατη, αγκιστρωτή ρινοθήκη, με κοφτερά χείλη (tomia). Διαθέτει χαρακτηριστικό, ακανόνιστο πορτοκαλί-χρυσαφί φύμα στο ύψος του κηρώματος, το κάλαιον (caruncle). Το φύμα αυτό δεν εμφανίζεται πλήρως σχηματισμένο μέχρι το 4ο έτος της ηλικίας του πτηνού.
Οι ταρσοί είναι σκοτεινόχρωμοι κιτρινωποί, αλλά συχνά εμφανίζονται λευκοί, λόγω του φαινομένου της ουροϋδρώσεως (βλ. Φυσιολογία). Οι γαμψώνυχες είναι μακροί και παχείς. Η ίριδα είναι λευκωπή και οι οφθαλμοί περιβάλλονται από χαρακτηριστικό κόκκινο οφθαλμικό δακτύλιο. Στο είδος εμφανίζεται μικρός φυλετικός διμορφισμός με παρόμοιους χρωματισμούς αλλά το το θηλυκό είναι μικρότερο από το αρσενικό. Επίσης, το κάλαιον είναι μεγαλύτερο και πιο κρεμαστό στο αρσενικό. Κατά τα άλλα, τα φύλα είναι όμοια και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν από μακριά.
Το κεφάλι και ο λαιμός του βασιλικού γύπα, όπως συμβαίνει και με τους κόνδορες διατηρούνται σχολαστικά καθαρά από το πουλί, και η φαλακρότητά τους θεωρείται φυσιολογική προσαρμογή, επιτρέποντας στο δέρμα να εκτεθεί στις συνθήκες αποστείρωσης από την αυξημένη υπεριώδη ακτινοβολία στα μεγάλα υψόμετρα, [44] επειδή η περιοχή του κεφαλιού έρχεται σε συχνή επαφή με το ιδιαίτερα μολυσμένο περιβάλλον των θνησιμαίων.
Τα νεαρά άτομα έχουν, ως επί το πλείστον, σκούρο καφέ πτέρωμα με αμυδρά, λευκωπά στίγματα στην κάτω επιφάνεια των πτερύγων. Η ίριδα είναι σκούρα καφέ που, όσο περνάνε τα χρόνια, γίνεται κιτρινωπή και λευκή. Το κάλαιον αναπτύσσεται πολύ σταδιακά, ενώ το ράμφος είναι μαύρο με κοκκινωπή απόχρωση. Ο λαιμός είναι ελαφρά πτερωμένος και γκρίζος, που σταδιακά γίνεται πορτοκαλί. Το τελικό πτέρωμα του ενήλικα αποκτάται μεταξύ 5ου και 6ου έτους της ηλικίας τους.

Γεωγραφική κατανομή: Ο βασιλικός γύπας είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της Νεοτροπικής οικοζώνης που απαντάται συνήθως μεταξύ 19° βόρειου και 34° νότιου γεωγραφικού πλάτους. Οι πληθυσμοί του κατανέμονται σε -κατ’ εκτίμησιν- έκταση 14 εκατομμυρίων χμ², από το Ν. Μεξικό (Ν. Βερακρούς και Γουερέρο), νότια προς Περού, Βολιβία, μέχρι την Β. Αργεντινή και την Ουρουγουάη. Σε γενικές γραμμές, ο βασιλικός γύπας δεν ζει δυτικά των Άνδεων, με εξαίρεση το δυτικό Εκουαδόρ, την ΒΔ. Κολομβία και την απώτατη ΒΔ. Βενεζουέλα. Παρά την ευρεία γεωγραφική του εξάπλωση, σε αρκετές περιοχές είναι εξαιρετικά σπάνιος, π.χ. στην Κόστα Ρίκα απαντάται μόνον στην χερσόνησο Όσα (Osa) και δύσκολα αλλού.
Παρόλο που είναι, γενικά, καθιστικό πτηνό ο βασιλικός γύπας περιπλανιέται σε πολύ μεγάλες εκτάσεις, όπως στη Αργεντινή, όπου μπορεί περιστασιακά να παρατηρηθεί στην Σάντα Φε και στα νοτιοανατολικά του Μπουένος Άιρες. Πολλές φορές «παρασύρεται» πολύ μακριά από άλλους μεταναστεύοντες γύπες, επειδή τους ακολουθεί νομίζοντας ότι κατευθύνονται προς θνησιμαία, όπως λ.χ. στην Β. Κολομβία.
Βιότοπος
Ο βασιλικός γύπας διαβιοί κυρίως στα ξηρά ή υγρά πεδινά δάση των τροπικών περιοχών, τα οποία παραμένουν χωρίς όχληση, καθώς και στις σαβάνες και τα λιβάδια που γειτονεύουν με αυτά τα δάση. Συχνά, απαντάται κοντά σε δασικούς βάλτους ή ανάλογα ελώδη μέρη, αλλά και σε ράντσα ή παραθαλάσσια λιβάδια. Πιθανόν να αποτελεί τον μόνο γύπα που απαντάται στα πρωτογενή πεδινά δάση του εύρους κατανομής του, αλλά στα τροπικά δάση του Αμαζονίου παρατηρείται συνήθως σε μικρότερους αριθμούς από τον μεγάλο κιτρινοκέφαλο γύπα (Cathartes melambrotus). Επίσης, δεν είναι τόσο κοινός σε σχέση με τον μικρό κιτρινοκέφαλο γύπα (Cathartes burrovianus), τον γύπα-γαλοπούλα (Cathartes aura) και τον μαύρο γύπα (Coragyps atratus) σε πιο ανοικτά ενδιαιτήματα.
Οι βασιλικοί γύπες, γενικά, δεν ζουν πάνω από τα 1500 μ., αν και έχουν παρατηρηθεί στα 2500 μ. ανατολικά των Άνδεων, ενώ σπάνια έχουν καταγραφεί μέχρι τα 3300 μ. Κινούνται είτε στο επίπεδο των δένδρων, είτε πάνω από τον δασικό θόλο. Κατά το Πλειστόκαινο, φαίνεται ότι ζούσαν στην περιοχή του σημερινού Μπουένος Άιρες στην κεντρική Αργεντινή, πάνω από 700 χιλιόμετρα νότια από την σημερινή του εξάπλωση, προκαλώντας εικασίες σχετικά με το βιότοπο εκείνης της εποχής, ο οποίος σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα δεν εμφανίζεται κατάλληλος για το πτηνό.

Τροφή: Ο βασιλικός γύπας τρέφεται με μεγάλη ποικιλία θνησιμαίων, από σφάγια βοοειδών και πιθήκων μέχρι εκβρασμένα ψάρια και νεκρές σαύρες. Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές ότι θανατώνει και τρώει τραυματισμένα ζώα, νεογέννητα μοσχάρια και μικρές σαύρες. Στις περιοχές όπου τα ενδιαιτήματα συμπίπτουν, τρέφεται με θνησιμαία βραδυπόδων. Τρώει κυρίως θνησιμαία στο δάσος, αν και είναι γνωστό ότι περιπλανάται και σε κοντινές σαβάνες ή ακόμη και σε ποτάμια προς αναζήτηση τροφής.
Αν και εντοπίζει τα θνησιμαία μέσω όρασης, η όσφρηση φαίνεται να παίζει ρόλο, άγνωστο κατά πόσον. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι δεν ανιχνεύει οσμές και, αντ’ αυτού, ακολουθεί τους μικρότερους γύπες, -κυρίως τον μεγάλο κιτρινοκέφαλο γύπα (Cathartes melambrotus)- σε ένα σφάγιο, αλλά μια μελέτη του 1991 έδειξε ότι ο βασιλικός γύπας θα μπορούσε να βρει θνησιμαία στο δάσος, χωρίς τη βοήθεια των άλλων γυπών, γεγονός που υποδηλώνει ότι, όντως, οσφραίνεται. [52] Η συνήθης αναζήτηση πραγματοποιείται με γυροπέταγμα (soaring) σε μεσαία ύψη.
Από την στιγμή που έχει εντοπιστεί ένα σφάγιο, ο βασιλικός γύπας εκτοπίζει τα άλλα όρνεα, λόγω του μεγάλου μεγέθους και του ισχυρότατου ράμφους του, με το οποίο μπορεί να εισχωρήσει στη σάρκα της λείας. Βέβαια, όταν στην ίδια περιοχή υπάρχει ο κόνδορας των Άνδεων, ο βασιλικός γύπας αναγκάζεται πάντοτε να περιμένει. Η γλώσσα του είναι τραχειά σαν λίμα, κάτι που τού επιτρέπει να αποκολλά την σάρκα από τα οστά του σκελετού. Γενικά, τρώει μόνο το δέρμα και τα σκληρότερα μέρη του ιστού.
Υπάρχουν αναφορές από την Βενεζουέλα, ότι ο βασιλικός γύπας αναγκάζεται να καταναλώνει πεσμένους καρπούς του φοίνικα Mauritia flexuosa όταν τα θνησιμαία είναι σπάνια στην πολιτεία Μπολιβάρ της χώρας.

Αναπαραγωγή: Η αναπαραγωγική συμπεριφορά του βασιλικού γύπα στην άγρια φύση είναι ελάχιστα γνωστή, με την περισσότερη γνώση να έχει αποκτηθεί από την παρατήρηση πουλιών σε αιχμαλωσία. Ωριμάζει σεξουαλικά όταν είναι 4 ή 5 ετών, με τα θηλυκά να ωριμάζουν λίγο νωρίτερα από ό, τι τα αρσενικά, ενώ το ζευγάρι μένει μαζί για μια ζωή.
Η φωλιά μπορεί να βρίσκεται σε διάφορες θέσεις, αλλά προτιμώνται τα δένδρα και οι κουφάλες τους, είτε το έδαφος στη βάση τους. Επίσης, τα πουλιά μπορεί να φωλιάζουν στην άκρη γκρεμών ή να χρησιμοποιούν τις φωλιές άλλων πουλιών.
Οι βασιλικοί γύπες αναπαράγονται κυρίως στο τέλος της περόδου των βροχών και κατά την διάρκεια της ξηρής περιόδου. Η γέννα απαρτίζεται από ένα (1) αβγό που δεν έχει κηλίδες. Για να απομακρύνουν πιθανούς θηρευτές οι γύπες διατηρούν τις φωλιές τους, εκούσια, δυσώδεις. Και οι δύο γονείς επωάζουν το αβγό για 52 έως 58 ημέρες και, εάν χαθεί, συχνά αντικαθίσταται μετά από περίπου έξι εβδομάδες.
Οι γονείς μοιράζονται τα καθήκοντα σίτισης του νεοσσού, έως ότου αυτός γίνει περίπου μίας (1) εβδομάδας, μετά την οποία μάλλον τον επιτηρούν παρά τον σιτίζουν. Ο νεοσσός είναι ημι-φωλεόφιλος ανίσχυρος κατά την γέννησή του, αλλά καλύπτεται από λιγοστά φτερά -οι πραγματικά φωλεόφιλοι νεοσσοί γεννιούνται εντελώς γυμνοί-, με τα μάτια του ανοικτά. Αναπτύσσεται ταχέως και είναι σε πλήρη εγρήγορση ήδη από τη 2η ημέρα του, σε θέση να επαιτεί και να στριφογυρίζει στη φωλιά, ενώ μπορεί να ραμφίζει από την 3η ημέρα. Αρχίζει να αποκτά ελαφρό πτέρωμα από την 10η ημέρα και να στέκεται στα πόδια του από την 20ή ημέρα. Όταν φθάσει τον 1ο με 3ο μήνα, εξερευνά το περιβάλον γύρω από τη φωλιά, ενώ πτερώνεται (fledge) στους τρεις μήνες περίπου.
Κατάσταση πληθυσμού:
Το είδος έχει ένα εξαιρετικά μεγάλο εύρος κατανομής, και ως εκ τούτου δεν προσεγγίζει τα κατώτατα όρια για την Κατηγορία Ευάλωτα (VU) σύμφωνα με το κριτήριο του μεγέθους εύρος (Έκταση <20.000 χμ² σε συνδυασμό με μείωση ή κυμαινόμενο μέγεθος εύρους κατανομής, έκταση των ενδιαιτημάτων/ποιότητα, μέγεθος πληθυσμού και μικρού αριθμού θέσεων ή σοβαρό κατακερματισμό). Παρά το γεγονός ότι η τάση του πληθυσμού φαίνεται να είναι καθοδική, η μείωση αυτή δεν θεωρείται αρκετά ταχεία για να προσεγγίσει τα κατώτατα όρια για την Κατηγορία Ευάλωτα βάσει του κριτηρίου τάσης του πληθυσμού (> 30% μείωση πάνω από δέκα χρόνια ή τρεις γενεές). Το μέγεθος του πληθυσμού μπορεί να είναι μικρό, αλλά δεν πιστεύεται ότι προσεγγίζει τα κατώτατα όρια προς τα Ευάλωτα σύμφωνα με το κριτήριο του μεγέθους του πληθυσμού (<10.000 ώριμα άτομα με συνεχιζόμενη πτώση που υπολογίζεται να είναι >10% σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές, ή με συγκεκριμένη πληθυσμιακή δομή).
Για τους λόγους αυτούς, το είδος αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.
Πηγή: Βικιπαίδεια

Οικογένεια Κόνδορες, Καθάρτες (Cathartidae)
Ετικέτες: Καθαρτίδες

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Σαρκόραμφος

Back To Top