Τουρλίδα, Νουμήνιος o τοξορραμφής (Numenius arquata)
Η τουρλίδα παρά το όχι τόσο ξεχωριστό της πτέρωμα, διακρίνεται εύκολα ανάμεσα στα σμήνη των καλοβατικών πτηνών, από το μεγάλο της μέγεθος. Είναι τα μεγαλύτερο από τα συγγενικά της είδη και γένη και το πιο κοινό, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Ένα επίσης διακριτικό της γνώρισμα, αποτελεί το πολύ μακρύ και έντονα κυρτό προς τα κάτω ράμφος. Εμφανίζει σχετικό φυλετικό διμορφισμό, με το θηλυκό να είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από το αρσενικό, αλλά έχει σαφώς μεγαλύτερο και πιο καμπυλωτό ράμφος. Κατά τα άλλα τα δύο φύλα μοιάζουν μεταξύ
τους τόσο, ώστε είναι δύσκολο να βρει κάποιος το φύλο ενός μοναχικού ατόμου, -αλλά πιο εύκολο να ξεχωρίσουν τα φύλα όταν παρατηρείται ένα ζευγάρι-. Οι τουρλίδες έχουν, σχετικά, «αδιάφορα» χρωματισμένο πτέρωμα. Το κεφάλι, ο λαιμός, και η ράχη είναι ανοικτά μπεζ με σκούρες καφετιές ρίγες και κηλίδες. Τα πλευρά και το στήθος έχουν επίσης καφέ ραβδώσεις (όχι κηλίδες), αλλά όμως «ανοίγουν» προς την κοιλιά, που έχει χρώμα λευκό. Κατά την πτήση, είναι σαφώς διακριτό το λευκό ουροπύγιο, ενώ η ουρά σχηματίζει μια σφήνα με οριζόντιες ραβδώσεις και φαίνεται μυτερή στο άκρο της, επειδή το πουλί τοποθετεί τα πόδια του έτσι, ώστε να εξέχουν.
Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο (3 φορές το μήκος του κεφαλιού) και έντονα κυρτό προς τα κάτω, σε αντίθεση με τα συγγενικά είδη, με χρώμα μαυριδερό αλλά με ροζ βάση. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν πρασινωπό, ροζ ή γκρι-μπλε χρώμα, ενώ η ίριδα είναι καφέ. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν αρκετά με τους ενήλικες, αλλά έχουν σαφώς μικρότερο και πιο ίσιο ράμφος που, με τον καιρό καμπυλώνει όλο και περισσότερο. Επίσης, το πάνω μέρος του σώματός τους είναι πιο ανοιχτόχρωμο με μαυριδερά σημάδια, ενώ κατά μήκος του τραχήλου «τρέχει» μια στενή σκούρα λωρίδα που, στην αρχή της ράχης χωρίζεται σε δύο πλατύτερες. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν γκρι-μπλε χρώμα. Το μήκος σώματος κυμαίνεται από 53 έως 60 εκατοστά, το άνοιγμα των πτερύγων από 80 έως 106 εκατοστά και το βάρος στο αρσενικό από 568 έως 938 γραμμάρια, ενώ στο θηλυκό από 510 έως 1120 γραμμάρια.
Υδρόβια & Παρυδάτια | Οικογένεια: Σκολοπακίδες (Scolopacidae) | Λεπτομύτες (Numenius)
Το είδος εξαπλώνεται σε ευρείες περιοχές του Παλαιού Κόσμου, αλλά στις περισσότερες θέσεις είναι περιορισμένο τοπικά. Τα δυτικά όρια κατανομής του βρίσκονται στις ακτές του Ατλαντικού, τόσο στην Ευρώπη (από την Ισλανδία μέχρι το Γιβραλτάρ), όσο και στην Αφρική (από το Μαρόκο μέχρι τη Νότια Αφρική). Τα ανατολικά όρια φθάνουν μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού στην Ιαπωνία και στις Φιλιππίνες. Στα βόρεια, το είδος απαντάται στις απώτατες άκρες της Σκανδιναβίας, ενώ στα νότια φθάνει μέχρι το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος και στα ανατολικότερα όρια της Ινδονησίας. Οι περισσότεροι από τους κατά τόπους πληθυσμούς είναι ισχυρά μεταναστευτικοί.
Αναπαράγεται τα καλοκαίρια σε εκτεταμένες περιοχές της Β., Κ., και Α. Ευρώπης, κυρίως στις εκτεταμένες πεδιάδες της Ρωσίας και της Ουκρανίας και, αυτή η ζώνη εκτείνεται ανατολικά μέχρι τη Μογγολία, τη ΝΑ. Σιβηρία και τη ΒΔ. Κίνα, προσεγγίζοντας τις ασιατικές ακτές του Ειρηνικού. Πολύ λίγες είναι οι περιοχές όπου το είδος μένει μόνιμα όλο το έτος, ως επιδημητικό και, όλες βρίσκονται στην Ευρώπη, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, και σε κάποιες περιοχές της Γερμανίας και της Ολλανδίας.
Ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος των περιοχών αναπαραγωγής, οι κατά τόπους πληθυσμοί μεταναστεύουν νότια στις δύσκολες εποχές του έτους. Οι κύριες περιοχές διαχείμασης βρίσκονται σε όλες τις ακτές των τριών ηπείρων του Παλαοιού Κόσμου. Στην Ευρώπη και στη Β. Αφρική είναι οι ακτές της Μεσογείου, στην Ασία, όλες οι νότιες ακτές, στην Αραβική Θάλασα, τον Ινδικό Ωκεανό και τη Θάλασσα της Ινδονησίας, φθάνοντας σχεδόν απέναντι από την Αυστραλία. Η Αφρική εκτός από όλες τις ακτές, περιφερειακά της ηπείρου, περιλαμβάνει και ηπειρωτικά εδάφη στη Κ. και Ν. Αφρική.
Διατροφή: Η διατροφή της τουρλίδας αποτελείται κυρίως από δακτυλιοσκώληκες και επίγεια έντομα (del Hoyo et al. 1996) (π.χ. κολεόπτερα και ορθόπτερα) (Johnsgard 1981), ειδικά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (del Hoyo et al. 1996), αν και ευχαρίστως στρέφεται σε καρκινοειδή, μαλάκια, πολύχαιτους σκώληκες (del Hoyo et al. 1996), αράχνες (Johnsgard 1981), αλλά και σωροκάρπια (berries) ή σπέρματα. Περιστασιακά τρέφεται με μικρά ψάρια, αμφίβια, σαύρες, μικρά πουλιά και μικρά τρωκτικά (del Hoyo et al. 1996).
Το ράμφος της τουρλίδας είναι εξαιρετικό εργαλείο, που το χρησιμοποιεί όχι μόνον για να «μαζεύει» την τροφή της από το έδαφος, αλλά και για να ανοίγει ή να σπάει το κέλυφος καρκινοειδών και μαλακίων. Η ανίχνευση της λείας γίνεται είτε οπτικά, είτε δια της αφής μέσω του ράμφους της, το οποίο διατηρεί σε συνεχή επαφή με το υπόστρωμα, σε πολύ μικρό βάθος. Όταν ανιχνευθεί το θήραμα, το ράμφος βυθίζεται περισσότερο, η λεία αποσπάται και καταβροχθίζεται. Με τα καρκινοειδή, η συμπεριφορά της είναι πιο «βίαιη», αφού τα τινάζει πέρα-δώθε με το ράμφος και κατόπιν τα εκσφενδονίζει στο έδαφος, μέχρι να αποσπαστούν τα άκρα τους.
Αναπαραγωγή: Στις περιοχές όπου αναπαράγεται η τουρλίδα κατασκευάζει τη φωλιά της απ’ ευθείας πάνω στο έδαφος ανάμεσα στα ρείκια ή τη σχετική βλάστηση. Το φώλιασμα αρχίζει από τα τέλη Απριλίου και μπορεί να φθάσει μέχρι νωρίς το Μάιο, ενώ η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο. Τις θέσεις κατασκευής της φωλιάς «προτείνει» το αρσενικό, αλλά την τελική επιλογή την έχει το θηλυκό. Η φωλιά είναι κατ’ ουσίαν μία ρηχή κοιλότητα στο έδαφος, ή ελαφρά υπερυψωμένη (Flint et al. 1984), σε ανοικτή θέση ή με κάλυψη από γρασίδι ή βούρλα (del Hoyo et al. 1996), συνήθως μακριά από το νερό (Johnsgard 1981), επιστρωμένη με λιγοστό φυτικό υλικό (ξεραμένο γρασίδι ή βρύα).
Γεννάει συνήθως 4, περιστασιακά 3 ή 5 αυγά, διαστάσεων 67,6Χ47,9 χιλιοστών και βάρους 76 γραμμαρίων, περίπου, από τα οποία το 6% είναι κέλυφος. Η εναπόθεση των αυγών γίνεται συνήθως με μεσοδιαστήματα 2 ημερών, αλλά αυτό μπορεί να κυμαίνεται. Η επώαση γίνεται μόνον από το θηλυκό, αν και κάποιες φορές συμμετέχει και το αρσενικό. Η αρχή της επώασης γίνεται μετά την εναπόθεση του τελευταίου αυγού και η διάρκειά της είναι 26-30 ημέρες, περίπου.
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, γεννιούνται δηλαδή με τρίχωμα και μπορούν να ακολουθούν τους γονείς τους, αμέσως μετά την εκκόλαψη και το στέγνωμα του σώματός τους. Σιτίζονται και από τους δύο γονείς, αργότερα όμως αναλαμβάνει μόνο το αρσενικό. Καθοδηγούνται να αναζητούν την τροφή τους σε σχετικά αραιή, χαμηλή βλάστηση, γιατί εάν αφεθούν μόνοι τους, ακολουθούν από ένστικτο υψηλή και πυκνή βλάστηση, με τον κίνδυνο να πεθάνουν από έλλειψη τροφής. Αποκτούν κανονικό πτέρωμα και είναι ικανά να πετάξουν στις 5-6 εβδομάδες περίπου.
Η τουρλίδα είναι μεταναστευτικό είδος και εκτός από τις λίγες περιοχές όπου βρίσκεται όλο το έτος, διαχειμάζει σε περιοχές νότια των περιοχών αναπαραγωγής της, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος (del Hoyo et al. 1996). Οι βορειοευρωπαϊκοί πληθυσμοί φεύγουν κατά τον Ιούνιο με νοτιοδυτική κατεύθυνση, προς τις ακτές της Βόρειας Θάλασσας και την Ιβηρική, ενώ σε μεγάλο ποσοστό περνάνε στη ΒΔ Αφρική. Ωστόσο οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί του Ιουλίου και του Αυγούστου, δεν ταξιδεύουν πολύ μακριά, και απαντώνται κυρίως στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, όπου και αλλάζουν πτέρωμα (moult). Μάλιστα, στα μέσα Σεπτεμβρίου ενώνονται με τους πληθυσμούς των νεαρών πτηνών που διαχειμάζουν εκεί.
Οι κεντρικοί και ανατολικοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί ακολουθούν νότια κατεύθυνση προς τις ακτές της Μεσογείου και στη Β. και Δ. Αφρική, ενώ οι ασιατικοί διαχωρίζονται σε εκείνους τους πληθυσμούς που φθάνουν μέχρι την Αφρική σε όλη την ήπειρο και, σε εκείνους που απλώς κατευθύνονται νότια προς τις ασιατικές ακτές του Ινδικού, ή των ανατολικών ασιατικών θαλασσών της Ινδονησίας.
Μετά την αναπαραγωγή, οι ενήλικες συγκεντρώνονται στις ακτές (από τον Ιούλιο και μετά) (Hayman et al. 1986) για τη μετα-αναπαραγωγική έκδυση (moult) (Snow και Perrins 1998) πριν ταξιδέψουν προς το νότο στις περιοχές διαχείμασης μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου (del Hoyo et al. 1996). Το είδος επιστρέφει στα εδάφη αναπαραγωγής και πάλι, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο, αν και κάποια μη αναπαραγωγικά πτηνά -συνήθως νεαρά άτομα- μπορούν να παραμείνουν στις περιοχές διαχείμασης όλο το χρόνο (del Hoyo et al. 1996). Κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα πουλιά συνήθως αναζητούν την τροφή τους μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες (del Hoyo et al. 1996). Ωστόσο, περιστασιακά συγκεντρώνονται σε σμήνη πολλών χιλιάδων ατόμων, ειδικά στις περιοχές όπου κουρνιάζουν (Snow και Perrins 1998).
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γροιλανδία και την Ανδόρρα, το Λεσότο, τις Μπαχάμες, τον Καναδά και τις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα, η τουρλίδα έρχεται για να ξεχειμωνιάσει σε πολλές ακτές της χώρας, -αν και δεν αναφέρεται στις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ)-. Ωστόσο, πολλά από τα πτηνά που παρατηρούνται στην επικράτεια είναι απλώς διαβατικά και χρησιμοποιούν τη χώρα ως σταθμό ανάπαυλας και ανεφοδιασμού.
Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, εκτός του ότι κάποτε φώλιαζε στην περιοχή της Θράκης. Παρόλο που το κυνήγι της απαγορεύεται, η τουρλίδα υφίσταται πίεση από τη λαθροθηρία, στις περιοχές όπου σταθμεύει για να ξεκουραστεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στον ελλαδικό χώρο η Τουρλίδα απαντάται και με τις ονομασίες Τρουλίδα, (μεγάλο) Τρουλί, Τουρλίτι, Λωρίτης, Χοιροβοσκός (Νεοχώρι Αιτωλίας) και Μεγαλοτουρλίδα.
Η τουρλίδα παρά το όχι τόσο ξεχωριστό της πτέρωμα, διακρίνεται εύκολα ανάμεσα στα σμήνη των καλοβατικών πτηνών, από το μεγάλο της μέγεθος. Είναι τα μεγαλύτερο από τα συγγενικά της είδη και γένη και το πιο κοινό, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Ένα επίσης διακριτικό της γνώρισμα, αποτελεί το πολύ μακρύ και έντονα κυρτό προς τα κάτω ράμφος. Εμφανίζει σχετικό φυλετικό διμορφισμό, με το θηλυκό να είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από το αρσενικό, αλλά έχει σαφώς μεγαλύτερο και πιο καμπυλωτό ράμφος. Κατά τα άλλα τα δύο φύλα μοιάζουν μεταξύ
τους τόσο, ώστε είναι δύσκολο να βρει κάποιος το φύλο ενός μοναχικού ατόμου, -αλλά πιο εύκολο να ξεχωρίσουν τα φύλα όταν παρατηρείται ένα ζευγάρι-. Οι τουρλίδες έχουν, σχετικά, «αδιάφορα» χρωματισμένο πτέρωμα. Το κεφάλι, ο λαιμός, και η ράχη είναι ανοικτά μπεζ με σκούρες καφετιές ρίγες και κηλίδες. Τα πλευρά και το στήθος έχουν επίσης καφέ ραβδώσεις (όχι κηλίδες), αλλά όμως «ανοίγουν» προς την κοιλιά, που έχει χρώμα λευκό. Κατά την πτήση, είναι σαφώς διακριτό το λευκό ουροπύγιο, ενώ η ουρά σχηματίζει μια σφήνα με οριζόντιες ραβδώσεις και φαίνεται μυτερή στο άκρο της, επειδή το πουλί τοποθετεί τα πόδια του έτσι, ώστε να εξέχουν.
Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο (3 φορές το μήκος του κεφαλιού) και έντονα κυρτό προς τα κάτω, σε αντίθεση με τα συγγενικά είδη, με χρώμα μαυριδερό αλλά με ροζ βάση. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν πρασινωπό, ροζ ή γκρι-μπλε χρώμα, ενώ η ίριδα είναι καφέ. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν αρκετά με τους ενήλικες, αλλά έχουν σαφώς μικρότερο και πιο ίσιο ράμφος που, με τον καιρό καμπυλώνει όλο και περισσότερο. Επίσης, το πάνω μέρος του σώματός τους είναι πιο ανοιχτόχρωμο με μαυριδερά σημάδια, ενώ κατά μήκος του τραχήλου «τρέχει» μια στενή σκούρα λωρίδα που, στην αρχή της ράχης χωρίζεται σε δύο πλατύτερες. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν γκρι-μπλε χρώμα. Το μήκος σώματος κυμαίνεται από 53 έως 60 εκατοστά, το άνοιγμα των πτερύγων από 80 έως 106 εκατοστά και το βάρος στο αρσενικό από 568 έως 938 γραμμάρια, ενώ στο θηλυκό από 510 έως 1120 γραμμάρια.
Υδρόβια & Παρυδάτια | Οικογένεια: Σκολοπακίδες (Scolopacidae) | Λεπτομύτες (Numenius)
Το είδος εξαπλώνεται σε ευρείες περιοχές του Παλαιού Κόσμου, αλλά στις περισσότερες θέσεις είναι περιορισμένο τοπικά. Τα δυτικά όρια κατανομής του βρίσκονται στις ακτές του Ατλαντικού, τόσο στην Ευρώπη (από την Ισλανδία μέχρι το Γιβραλτάρ), όσο και στην Αφρική (από το Μαρόκο μέχρι τη Νότια Αφρική). Τα ανατολικά όρια φθάνουν μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού στην Ιαπωνία και στις Φιλιππίνες. Στα βόρεια, το είδος απαντάται στις απώτατες άκρες της Σκανδιναβίας, ενώ στα νότια φθάνει μέχρι το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος και στα ανατολικότερα όρια της Ινδονησίας. Οι περισσότεροι από τους κατά τόπους πληθυσμούς είναι ισχυρά μεταναστευτικοί.
Αναπαράγεται τα καλοκαίρια σε εκτεταμένες περιοχές της Β., Κ., και Α. Ευρώπης, κυρίως στις εκτεταμένες πεδιάδες της Ρωσίας και της Ουκρανίας και, αυτή η ζώνη εκτείνεται ανατολικά μέχρι τη Μογγολία, τη ΝΑ. Σιβηρία και τη ΒΔ. Κίνα, προσεγγίζοντας τις ασιατικές ακτές του Ειρηνικού. Πολύ λίγες είναι οι περιοχές όπου το είδος μένει μόνιμα όλο το έτος, ως επιδημητικό και, όλες βρίσκονται στην Ευρώπη, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, και σε κάποιες περιοχές της Γερμανίας και της Ολλανδίας.
Ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος των περιοχών αναπαραγωγής, οι κατά τόπους πληθυσμοί μεταναστεύουν νότια στις δύσκολες εποχές του έτους. Οι κύριες περιοχές διαχείμασης βρίσκονται σε όλες τις ακτές των τριών ηπείρων του Παλαοιού Κόσμου. Στην Ευρώπη και στη Β. Αφρική είναι οι ακτές της Μεσογείου, στην Ασία, όλες οι νότιες ακτές, στην Αραβική Θάλασα, τον Ινδικό Ωκεανό και τη Θάλασσα της Ινδονησίας, φθάνοντας σχεδόν απέναντι από την Αυστραλία. Η Αφρική εκτός από όλες τις ακτές, περιφερειακά της ηπείρου, περιλαμβάνει και ηπειρωτικά εδάφη στη Κ. και Ν. Αφρική.
Διατροφή: Η διατροφή της τουρλίδας αποτελείται κυρίως από δακτυλιοσκώληκες και επίγεια έντομα (del Hoyo et al. 1996) (π.χ. κολεόπτερα και ορθόπτερα) (Johnsgard 1981), ειδικά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (del Hoyo et al. 1996), αν και ευχαρίστως στρέφεται σε καρκινοειδή, μαλάκια, πολύχαιτους σκώληκες (del Hoyo et al. 1996), αράχνες (Johnsgard 1981), αλλά και σωροκάρπια (berries) ή σπέρματα. Περιστασιακά τρέφεται με μικρά ψάρια, αμφίβια, σαύρες, μικρά πουλιά και μικρά τρωκτικά (del Hoyo et al. 1996).
Το ράμφος της τουρλίδας είναι εξαιρετικό εργαλείο, που το χρησιμοποιεί όχι μόνον για να «μαζεύει» την τροφή της από το έδαφος, αλλά και για να ανοίγει ή να σπάει το κέλυφος καρκινοειδών και μαλακίων. Η ανίχνευση της λείας γίνεται είτε οπτικά, είτε δια της αφής μέσω του ράμφους της, το οποίο διατηρεί σε συνεχή επαφή με το υπόστρωμα, σε πολύ μικρό βάθος. Όταν ανιχνευθεί το θήραμα, το ράμφος βυθίζεται περισσότερο, η λεία αποσπάται και καταβροχθίζεται. Με τα καρκινοειδή, η συμπεριφορά της είναι πιο «βίαιη», αφού τα τινάζει πέρα-δώθε με το ράμφος και κατόπιν τα εκσφενδονίζει στο έδαφος, μέχρι να αποσπαστούν τα άκρα τους.
Αναπαραγωγή: Στις περιοχές όπου αναπαράγεται η τουρλίδα κατασκευάζει τη φωλιά της απ’ ευθείας πάνω στο έδαφος ανάμεσα στα ρείκια ή τη σχετική βλάστηση. Το φώλιασμα αρχίζει από τα τέλη Απριλίου και μπορεί να φθάσει μέχρι νωρίς το Μάιο, ενώ η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο. Τις θέσεις κατασκευής της φωλιάς «προτείνει» το αρσενικό, αλλά την τελική επιλογή την έχει το θηλυκό. Η φωλιά είναι κατ’ ουσίαν μία ρηχή κοιλότητα στο έδαφος, ή ελαφρά υπερυψωμένη (Flint et al. 1984), σε ανοικτή θέση ή με κάλυψη από γρασίδι ή βούρλα (del Hoyo et al. 1996), συνήθως μακριά από το νερό (Johnsgard 1981), επιστρωμένη με λιγοστό φυτικό υλικό (ξεραμένο γρασίδι ή βρύα).
Γεννάει συνήθως 4, περιστασιακά 3 ή 5 αυγά, διαστάσεων 67,6Χ47,9 χιλιοστών και βάρους 76 γραμμαρίων, περίπου, από τα οποία το 6% είναι κέλυφος. Η εναπόθεση των αυγών γίνεται συνήθως με μεσοδιαστήματα 2 ημερών, αλλά αυτό μπορεί να κυμαίνεται. Η επώαση γίνεται μόνον από το θηλυκό, αν και κάποιες φορές συμμετέχει και το αρσενικό. Η αρχή της επώασης γίνεται μετά την εναπόθεση του τελευταίου αυγού και η διάρκειά της είναι 26-30 ημέρες, περίπου.
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, γεννιούνται δηλαδή με τρίχωμα και μπορούν να ακολουθούν τους γονείς τους, αμέσως μετά την εκκόλαψη και το στέγνωμα του σώματός τους. Σιτίζονται και από τους δύο γονείς, αργότερα όμως αναλαμβάνει μόνο το αρσενικό. Καθοδηγούνται να αναζητούν την τροφή τους σε σχετικά αραιή, χαμηλή βλάστηση, γιατί εάν αφεθούν μόνοι τους, ακολουθούν από ένστικτο υψηλή και πυκνή βλάστηση, με τον κίνδυνο να πεθάνουν από έλλειψη τροφής. Αποκτούν κανονικό πτέρωμα και είναι ικανά να πετάξουν στις 5-6 εβδομάδες περίπου.
Η τουρλίδα είναι μεταναστευτικό είδος και εκτός από τις λίγες περιοχές όπου βρίσκεται όλο το έτος, διαχειμάζει σε περιοχές νότια των περιοχών αναπαραγωγής της, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος (del Hoyo et al. 1996). Οι βορειοευρωπαϊκοί πληθυσμοί φεύγουν κατά τον Ιούνιο με νοτιοδυτική κατεύθυνση, προς τις ακτές της Βόρειας Θάλασσας και την Ιβηρική, ενώ σε μεγάλο ποσοστό περνάνε στη ΒΔ Αφρική. Ωστόσο οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί του Ιουλίου και του Αυγούστου, δεν ταξιδεύουν πολύ μακριά, και απαντώνται κυρίως στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, όπου και αλλάζουν πτέρωμα (moult). Μάλιστα, στα μέσα Σεπτεμβρίου ενώνονται με τους πληθυσμούς των νεαρών πτηνών που διαχειμάζουν εκεί.
Οι κεντρικοί και ανατολικοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί ακολουθούν νότια κατεύθυνση προς τις ακτές της Μεσογείου και στη Β. και Δ. Αφρική, ενώ οι ασιατικοί διαχωρίζονται σε εκείνους τους πληθυσμούς που φθάνουν μέχρι την Αφρική σε όλη την ήπειρο και, σε εκείνους που απλώς κατευθύνονται νότια προς τις ασιατικές ακτές του Ινδικού, ή των ανατολικών ασιατικών θαλασσών της Ινδονησίας.
Μετά την αναπαραγωγή, οι ενήλικες συγκεντρώνονται στις ακτές (από τον Ιούλιο και μετά) (Hayman et al. 1986) για τη μετα-αναπαραγωγική έκδυση (moult) (Snow και Perrins 1998) πριν ταξιδέψουν προς το νότο στις περιοχές διαχείμασης μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου (del Hoyo et al. 1996). Το είδος επιστρέφει στα εδάφη αναπαραγωγής και πάλι, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο, αν και κάποια μη αναπαραγωγικά πτηνά -συνήθως νεαρά άτομα- μπορούν να παραμείνουν στις περιοχές διαχείμασης όλο το χρόνο (del Hoyo et al. 1996). Κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα πουλιά συνήθως αναζητούν την τροφή τους μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες (del Hoyo et al. 1996). Ωστόσο, περιστασιακά συγκεντρώνονται σε σμήνη πολλών χιλιάδων ατόμων, ειδικά στις περιοχές όπου κουρνιάζουν (Snow και Perrins 1998).
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γροιλανδία και την Ανδόρρα, το Λεσότο, τις Μπαχάμες, τον Καναδά και τις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα, η τουρλίδα έρχεται για να ξεχειμωνιάσει σε πολλές ακτές της χώρας, -αν και δεν αναφέρεται στις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ)-. Ωστόσο, πολλά από τα πτηνά που παρατηρούνται στην επικράτεια είναι απλώς διαβατικά και χρησιμοποιούν τη χώρα ως σταθμό ανάπαυλας και ανεφοδιασμού.
Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, εκτός του ότι κάποτε φώλιαζε στην περιοχή της Θράκης. Παρόλο που το κυνήγι της απαγορεύεται, η τουρλίδα υφίσταται πίεση από τη λαθροθηρία, στις περιοχές όπου σταθμεύει για να ξεκουραστεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στον ελλαδικό χώρο η Τουρλίδα απαντάται και με τις ονομασίες Τρουλίδα, (μεγάλο) Τρουλί, Τουρλίτι, Λωρίτης, Χοιροβοσκός (Νεοχώρι Αιτωλίας) και Μεγαλοτουρλίδα.
Η επιστημονική ονομασία του γένους Numenius είναι ελληνική, με αναφορά στα αρχαία κείμενα. Προέρχεται από τη λέξη νουμηνία: [ΕΤΥΜΟΛ. νουμηνία, νεομηνία, νέος + μήνη «σελήνη» (μην, μηνός), πρβλ. ιερο-μηνία]. Η λέξη νεομηνία είναι η αρχή της νέας Σελήνης και, συνεπώς, του νέου Σεληνιακού μήνα. Επομένως, η πρωταρχική σημασία της λέξης είναι: νουμήνιος, «αυτός που ανήκει στη νουμηνία, ή αυτός που χρησιμοποιείται κατά την περίοδο της νουμηνίας». Επειδή η νέα Σελήνη φαίνεται από τη Γη σαν μία λεπτή, δρεπανοειδής καμπύλη (εξ ου και «μηνίσκος»), η ονομασία στο γένος πιθανότατα δόθηκε, λόγω της ομοιότητας του σχήματος του ράμφους του πτηνού με τη νέα Σελήνη.
Υπάρχει και δεύτερη, αυτόνομη ερμηνεία της λέξης που σημαίνει ακριβώς το πτηνό. Μάλιστα, υπάρχει και αναφορά στον Ησύχιο: «...συνñλθεν ατταγάς και νουμήνιος...», που λεγόταν σε περιπτώσεις ανθρώπων που συναναστρέφονταν άτομα του ιδίου χαρακτήρα με αυτούς (κάτι σαν το σημερινό «κύλησεν ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!»).
Για την επιστημονική ονομασία του είδους, τα πράγματα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρα. Η λέξη arquatus -a «τοξωτός, κεκαμμένος σε σχήμα τόξου» είναι μεν λατινική, αλλά έχει ελληνική ρίζα, τη λέξη έρκος: (το) (λόγ.) φράγμα, φραγμός- κυρίως στις φράσεις: (α) έρκος οδόντων ο φυσικός φραγμός που δημιουργούν οι οδοντοστοιχίες εμποδίζοντας την ομιλία (β) ποίον σ' έπος φύγεν έρκος οδόντων; (ομηρική φράση «πώς ξεστόμισες τέτοιο λόγο;») για φράση, διατύπωση, λέξη που ξεφεύγει από το στόμα κάποιου αυθόρμητα ή χωρίς επαρκή λογική.
Επομένως είναι σαφής τόσο η προέλευση της λέξης, όσο και η χρησιμοποίησή της στην ταξινομική του είδους, με αναφορά στο καμπυλωτό ράμφος του πτηνού.
Υπάρχει και δεύτερη, αυτόνομη ερμηνεία της λέξης που σημαίνει ακριβώς το πτηνό. Μάλιστα, υπάρχει και αναφορά στον Ησύχιο: «...συνñλθεν ατταγάς και νουμήνιος...», που λεγόταν σε περιπτώσεις ανθρώπων που συναναστρέφονταν άτομα του ιδίου χαρακτήρα με αυτούς (κάτι σαν το σημερινό «κύλησεν ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!»).
Για την επιστημονική ονομασία του είδους, τα πράγματα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρα. Η λέξη arquatus -a «τοξωτός, κεκαμμένος σε σχήμα τόξου» είναι μεν λατινική, αλλά έχει ελληνική ρίζα, τη λέξη έρκος: (το) (λόγ.) φράγμα, φραγμός- κυρίως στις φράσεις: (α) έρκος οδόντων ο φυσικός φραγμός που δημιουργούν οι οδοντοστοιχίες εμποδίζοντας την ομιλία (β) ποίον σ' έπος φύγεν έρκος οδόντων; (ομηρική φράση «πώς ξεστόμισες τέτοιο λόγο;») για φράση, διατύπωση, λέξη που ξεφεύγει από το στόμα κάποιου αυθόρμητα ή χωρίς επαρκή λογική.
Επομένως είναι σαφής τόσο η προέλευση της λέξης, όσο και η χρησιμοποίησή της στην ταξινομική του είδους, με αναφορά στο καμπυλωτό ράμφος του πτηνού.
Ετικέτες:
Σκολοπακίδες
Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Τουρλίδα