Μαυροτσικλιτάρα, Δρυοκόπος ο μέλας (Dryocopus martius)
Είναι ο μεγαλύτερος δρυοκολάπτης της Ευρώπης, μαύρος με κόκκινο λοφίο. Ζει σε ορεινά δάση με γέρικα, μεγάλα δέντρα. Σκάβει με το ράμφος του στους κορμούς των δέντρων για να βρει τα ξυλοφάγα σκουλήκια που τα καρφώνει με τη γλώσσα του. Ξεχωρίζει από το χτύπημα του ράμφους του στο ξύλο (περίπου 15 χτυπήματα ανά δευτερόλεπτο) που ακούγεται πολύ μακριά, προειδοποιώντας τους άλλους δρυοκολάπτες ότι εκεί είναι δική του περιοχή. Η φωλιά του είναι μια βαθιά τρύπα σκαμμένη σε ξερό κορμό.
Είναι προστατευόμενο είδος.
Δρυοκολαπτόμορφα | Δρυοκολαπτίδες | Δρυοκόποι (Dryocopus)
Είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός δρυοκολάπτης και ο 2ος παγκοσμίως μετά τον ασιατικό Mulleripicus pulverulentus, διπλάσιος ή και περισσότερο από εκείνους του γένους Dendrocopos και αρκετά μεγαλύτερος από τον Picus viridis. Έχει μέγεθος κουρούνας αλλά είναι σημαντικά λεπτότερος με μακρύτερη ουρά. Οι βόρειοι πληθυσμοί τείνουν να είναι ελαφρά μεγαλύτεροι και βαρύτεροι από τους νότιους.
Το πτέρωμα είναι κατάμαυρο σε όλες τις περιοχές του, εκτός από την κορυφή του κεφαλιού, όπου στο αρσενικό υπάρχει κόκκινο στέμμα και στο θηλυκό μικρή κόκκινη περιοχή στο οπίσθιο τμήμα του στέμματος, ενώ το υπόλοιπο είναι μαύρο. Ωστόσο, με προσεκτική παρατήρηση ξεχωρίζουν ανεπαίσθητες καφετί ραβδώσεις στις παρυφές των πρωτευόντων ερετικών και πηδαλιωδών φτερών. Ειδωμένο υπό κατάλληλη γωνία πρόσπτωσης του φωτός, το πτέρωμα εμφανίζει γιαλιστερή, ανεπαίσθητα στίλβουσα απόχρωση. Τα φτερά του οπίσθιου τμήματος του στέμματος προεξέχουν υπό γωνία και δίνουν την εντύπωση μικρού λοφίου.
Το ράμφος είναι μακρύ, οξύληκτο και ανοικτό γκρίζο, αλλά με εμφανώς μαυριδερό άκρο. Οι ταρσοί και τα πόδια, στα οποία ξεχωρίζει η χαρακτηριστική ζυγοδακτυλία (2 δάκτυλοι προς τα εμπρός και 2 προς τα πίσω), είναι επίσης γκριζωπά και τα νύχια σκουρότερα. Η ίριδα των οφθαλμών έχει χαρακτηριστικό κιτρινόλευκο χρώμα που δίνει ιδιαίτερη, «λαμπερή» έκφραση στο πρόσωπο του πτηνού.
Τα θηλυκά είναι λίγο μικρότερα και ελαφρύτερα από τα αρσενικά, αλλά αυτό το στοιχείο αχρηστεύεται στην παρατήρηση πεδίου. Ωστόσο το πτέρωμά τους είναι λιγότερο «γυαλιστερό» από των αρσενικών.
Τα νεαρά είναι παρόμοια με τους ενήλικες, αλλά με λιγότερο «γυαλιστερό» πτέρωμα, πιο θαμπό κόκκινο στέμμα και με ανοιχτόχρωμο γκρι λαιμό και ράμφος. Ωστόσο τα αρσενικά ξεχωρίζουν από τα θηλυκά, πάλι από το στέμμα του κεφαλιού. Η ίριδα είναι μαύρη. Μετά το 1ο έτος της ζωής τους αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων και είναι αδύνατον να ξεχωρίσουν από αυτούς.
Το ράμφος του μαύρου δρυοκολάπτη, όπως και κάποιων άλλων ειδών, έχει μορφή σμίλης στο άκρο του και διατηρείται κοφτερό από τη συνεχή χρήση. Η μακριά κολλώδης γλώσσα, φέρει 4-5 χαρακτηριστικά ζεύγη μυστακίων ( barbs) στο κερατινοειδές άκρο της, τα οποία στρέφονται προς τα πίσω και βοηθούν στην σύλληψη και εξαγωγή των εντόμων, βαθιά μέσα από την τρύπα που έχει διανοιγεί στο δένδρο. Επίσης, καλύπτεται από από ιξώδες έκκριμα που παράγεται από ευμεγέθεις σιελογόνους αδένες.[19] Παρόλ’ αυτά, όταν εκτυλίσσεται έξω από το στόμα δεν ξεπερνά τα 5 εκατοστά, μήκος που θεωρείται μικρό για δρυοκολάπτη. Παλαιότερα, είχε διατυπωθεί η άποψη ότι η γλώσσα διατρυπά σαν λόγχη τις προνύμφες που βρίσκει στο δρόμο της, αλλά πιο λεπτομερείς μελέτες που δημοσιεύθηκαν το 2004 έδειξαν ότι, η γλώσσα μάλλον τυλίγεται γύρω από το θήραμα προτού τραβηχτεί έξω.
Για να αποφευχθεί βλάβη στον εγκέφαλο από τις γρήγορες και επαναλαμβανόμενες κρούσεις, έχει εξελιχθεί μια σειρά από προσαρμογές για να προστατεύεται ο εγκέφαλος. Αυτές περιλαμβάνουν το μικρό μέγεθος του εγκεφάλου, την διευθέτησή του μέσα στο κρανίο (η οποία μεγιστοποιεί την επιφάνεια επαφής μεταξύ του εγκεφάλου και του κρανίου) και τη σύντομη διάρκεια της επαφής. Επίσης ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου πριν από την επαφή με το ξύλο, μια παχιά σκαρδαμυκτική μεμβράνη κλείνει και προστατεύει τον οφθαλμό από τα ρινίσματα ξύλου που εκτινάσσονται. Τα ρουθούνια προστατεύονται επίσης, επειδή έχουν μορφή σχισμής και καλύπτονται από ειδικά φτερά.
Βιότοπος: Ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι ευπροσάρμοστο είδος που είναι σε θέση να αναπαραχθεί με επιτυχία σε διαφορετικά δασικά ενδιαιτήματα. Οι βέλτιστοι οικότοποι είναι τα ορεινά και ημιορεινά δάση οξιάς (Fagus spp.), με διάσπαρτες συστάδες, κυρίως ερυθρελάτης (Picea abies) και ελάτης (Abies spp.). Ωστόσο, συχνάζει και σε μικτά δάση με βελανιδιές (Quercus spp.)και πεύκα (Pinus spp.), όταν η πυκνότητα των πληθυσμών του είναι υψηλή. Πρακτικά, μπορεί να απαντάται σε κάθε τύπο δάσους εφ 'όσον τα δένδρα παρέχουν μαλακό ξύλο και υπάρχει επαρκής τροφή. Σημαντικές προϋποθέσεις, αποτελούν τα παλαιά, ηλικιωμένα δένδρα ή αυτά σε σήψη, νεκρά ή προσβεβλημένα από μύκητες ή αρθρόποδα. Επίσης, λόγω του πολύ μεγάλου χώρου δράσης του, μπορεί να αποικίζει τις περιοχές δασών εμπορικής εκμετάλλευσης. Κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις και με επαρκή ανοχή, ανέχεται την ανθρώπινη παρουσία και φωλιάζει περιστασιακά σε μεγάλα αστικά πάρκα, κυρίως της Β. Ευρώπης. Είναι πιο πιθανό να απαντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε κατοικημένες περιοχές κατά την μη αναπαραγωγική περίοδο.
Τα υψομετρικά επίπεδα στα οποία κινείται ποικίλλουν. Στην ΝΑ. Ελβετία απαντάται στα 2.200 μέτρα, ενώ στην ασιατική οροσειρά των Αλτάι, στα 3.500 μέτρα. Το υποείδος D. m. khamensis έχει παρατηρηθεί μέχρι και στα 4.000 μέτρα.
Η σύνθεση των δένδρων των οικοτόπων του μαύρου δρυοκολάπτη φαίνεται να έχει μόνο δευτερεύουσα σημασία. Παρομοίως, η ηλικιακή διάρθρωση των κατοικημένων δασικών περιοχών είναι πολύ διαφορετική. Στην Νορβηγία και στην περίφημη ζώνη της τάιγκα, αναπαράγεται κυρίως σε δένδρα ερυθρελάτης και λεύκας (Populus spp.), συχνά σε άκρες από ξέφωτα ή κατά μήκος ποταμών. Στις χώρες της Βαλτικής, διαβιοί σε αραιά πευκοδάση και στην Ουγγαρία, την Ισπανία και τη Γαλλία, κυρίως σε μικτά δάση οξιάς με ένα ορισμένο ποσοστό ερυθρελάτης. Σε αμιγή φυλλοβόλα δάση, απαντάται μόνον στα δυτικά της κατανομής του, κυρίως στην Δ. Γαλλία. Οι πυκνότητες των πληθυσμών του διαφέρουν σημαντικά. Σε ιδανικές συνθήκες οικοτόπων, το μέγεθος της έκτασης που καταλαμβάνει ένα ζευγάρι μπορεί να είναι μικρότερο των 100 εκταρίων. Συνήθως όμως, τα εδάφη είναι σημαντικά μεγαλύτερα. Ο μέσος όρος στις περιοχές της Κ. Ευρώπης είναι περίπου 400 στρέμματα, ενώ εκτάσεις πάνω από 1000 στρέμματα δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο. Σε αυτές τις επιφάνειες, οι φωλιές σε γειτονικές περιοχές είναι συνήθως περισσότερο από ένα χιλιόμετρο μακριά, η μία από την άλλη.
Στην Ελλάδα, ο μαύρος δρυοκολάπτης απαντάται σε κωνοφόρα (ελατοδάση και πευκοδάση) και μικτά δάση ορεινών περιοχών (πιο βόρεια), καθώς και σε δάση οξιάς, είναι επιδημητικό πτηνό, που παραμένει όλο τον χρόνο στα εδάφη όπου αναπαράγεται. Η εξάπλωσή του, όμως, περιορίζεται από την Κ. Ελλάδα και βορειότερα, ακολουθώντας αυστηρά τις ορεινές γραμμές των περιοχών αυτών.
Στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, απαντάται το υποείδος Dryocopus martius martius.
Τροφή: Οι μαύροι δρυοκολάπτες είναι εντομοφάγα πτηνά, τρεφόμενοι κυρίως με μυρμήγκια. Το ποσοστό του φυτικού υλικού στο διαιτολόγιό τους είναι ελάχιστο έως ασήμαντο, και περιλαμβάνει λίγους καρπούς, καθώς και σπέρματα κωνοφόρων. Από τα μυρμήγκια προτιμά τα μεγάλα είδη (ενήλικα άτομα, νύμφες και προνύμφες), ιδιαίτερα των γενών Camponotus, Formica, Lasius και Myrmica. Αυτά, μπορεί εποχικά να αποτελούν μέχρι και το 90% της συνολικής δίαιτας και, μάλιστα, αποτελούν την τροφή επιλογής των νεοσών του δρυοκολάπτη κατά την αναπαραγωγική περίοδο.
Εκτός από μυρμήγκια, διάφορα σκαθάρια, ιδιαίτερα εκείνα στα στάδια ανάπτυξής τους, ιδιαίτερα των οικογενειών Scolytinae και Cerambycidae, αποτελούν μέρος του διαιτολογίου. Οι προνύμφες του υμενόπτερου Urocerus gigas είναι από τα προτιμώμενα θηράματα, αλλά και διάφορα άλλα είδη εντόμων μπορεί να είναι σημαντικά. Μόνο σχετικά σπάνια, δίπτερα, λεπιδόπτερα, αράχνες και μικρά σαλιγκάρια συμπληρώνουν το διαιτολόγιο.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις έλλειψης τροφής, οι μαύροι δρυοκολάπτες φαίνεται να καταναλώνουν μικρά σπονδυλωτά, όπως σαλαμάνδρες ή νεοσσούς και αυγά άλλων ειδών που φωλιάζουν σε τρύπες.
Σημειωτέον ότι, όχι μόνον στα δένδρα αλλά και στις μεγάλες φωλιές των μυρμηγκιών, γίνεται η αναζήτησή τους. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να συγκεντρώνονται πολλοί μαζί -πολλές φορές μαζί με άλλα είδη δρυοκολαπτών- και να λυμαίνονται τα ανοίγματα στο έδαφος όπου φτιάχνουν τις φωλιές τους τα υμενόπτερα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ιδιαίτερα τον χειμώνα, ακόμη και όταν υπάρχει στρώμα χιονιού πάνω από τις φωλιές.
Οικογένεια: Δρυοκολαπτίδες ή Πικίδες (Picidae)
Παρδαλοτσικλιτάρα (Dendrocopos major)
Δρυοκόπος ο μέλας (Dryocopus martius)
Δρυοκολάπτης ο χλωρός (Picus canus)
Πράσινος δρυοκολάπτης (Picus viridis)
Δενδροκόπος ο λευκωτός (Dendrocopos leucotos)
Δενδροκόπος ο μέτριος (Dendrocopos medius)
Δενδροκόπος ο ελάσσων (Dendrocopos minor)
Βαλκανικός Δρυοκολάπτης (Dendrocopos syriacus)
Τριδάχτυλος Δρυοκολάπτης (Picoides tridactylus)
Ίυγξ, Στραβολαίµης (Jynx torquilla)
Είναι ο μεγαλύτερος δρυοκολάπτης της Ευρώπης, μαύρος με κόκκινο λοφίο. Ζει σε ορεινά δάση με γέρικα, μεγάλα δέντρα. Σκάβει με το ράμφος του στους κορμούς των δέντρων για να βρει τα ξυλοφάγα σκουλήκια που τα καρφώνει με τη γλώσσα του. Ξεχωρίζει από το χτύπημα του ράμφους του στο ξύλο (περίπου 15 χτυπήματα ανά δευτερόλεπτο) που ακούγεται πολύ μακριά, προειδοποιώντας τους άλλους δρυοκολάπτες ότι εκεί είναι δική του περιοχή. Η φωλιά του είναι μια βαθιά τρύπα σκαμμένη σε ξερό κορμό.
Είναι προστατευόμενο είδος.
Δρυοκολαπτόμορφα | Δρυοκολαπτίδες | Δρυοκόποι (Dryocopus)
Δρυοκολαπτίδες
Παρδαλοτσικλιτάρα
Δρυοκόπος ο μέλας
Δρυοκολάπτης ο χλωρός
Πρασινοδρυοκολάπτης
Λευκονώτης
Μεσοτσικλιτάρα
Νανοτσικλιτάρα
Βαλκανοτσικλιτάρα
Τριδάχτυλος
Στραβολαίµης
Μορφολογία: Ο μαύρος δρυοκολάπτης, αν και είναι πιο πιθανόν να τον ακούσει κάποιος παρά να τον δει, είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα πτηνά στα ενδιαιτήματα όπου συχνάζει. Με το κατάμαυρο πτέρωμα και το χαρακτηριστικό κόκκινο τμήμα του κεφαλιού του, δεν συγχέεται με κανένα άλλο πουλί (απαραγνώριστο είδος, indistinguishable).Παρδαλοτσικλιτάρα
Δρυοκόπος ο μέλας
Δρυοκολάπτης ο χλωρός
Πρασινοδρυοκολάπτης
Λευκονώτης
Μεσοτσικλιτάρα
Νανοτσικλιτάρα
Βαλκανοτσικλιτάρα
Τριδάχτυλος
Στραβολαίµης
Είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός δρυοκολάπτης και ο 2ος παγκοσμίως μετά τον ασιατικό Mulleripicus pulverulentus, διπλάσιος ή και περισσότερο από εκείνους του γένους Dendrocopos και αρκετά μεγαλύτερος από τον Picus viridis. Έχει μέγεθος κουρούνας αλλά είναι σημαντικά λεπτότερος με μακρύτερη ουρά. Οι βόρειοι πληθυσμοί τείνουν να είναι ελαφρά μεγαλύτεροι και βαρύτεροι από τους νότιους.
Το πτέρωμα είναι κατάμαυρο σε όλες τις περιοχές του, εκτός από την κορυφή του κεφαλιού, όπου στο αρσενικό υπάρχει κόκκινο στέμμα και στο θηλυκό μικρή κόκκινη περιοχή στο οπίσθιο τμήμα του στέμματος, ενώ το υπόλοιπο είναι μαύρο. Ωστόσο, με προσεκτική παρατήρηση ξεχωρίζουν ανεπαίσθητες καφετί ραβδώσεις στις παρυφές των πρωτευόντων ερετικών και πηδαλιωδών φτερών. Ειδωμένο υπό κατάλληλη γωνία πρόσπτωσης του φωτός, το πτέρωμα εμφανίζει γιαλιστερή, ανεπαίσθητα στίλβουσα απόχρωση. Τα φτερά του οπίσθιου τμήματος του στέμματος προεξέχουν υπό γωνία και δίνουν την εντύπωση μικρού λοφίου.
Το ράμφος είναι μακρύ, οξύληκτο και ανοικτό γκρίζο, αλλά με εμφανώς μαυριδερό άκρο. Οι ταρσοί και τα πόδια, στα οποία ξεχωρίζει η χαρακτηριστική ζυγοδακτυλία (2 δάκτυλοι προς τα εμπρός και 2 προς τα πίσω), είναι επίσης γκριζωπά και τα νύχια σκουρότερα. Η ίριδα των οφθαλμών έχει χαρακτηριστικό κιτρινόλευκο χρώμα που δίνει ιδιαίτερη, «λαμπερή» έκφραση στο πρόσωπο του πτηνού.
Τα θηλυκά είναι λίγο μικρότερα και ελαφρύτερα από τα αρσενικά, αλλά αυτό το στοιχείο αχρηστεύεται στην παρατήρηση πεδίου. Ωστόσο το πτέρωμά τους είναι λιγότερο «γυαλιστερό» από των αρσενικών.
Τα νεαρά είναι παρόμοια με τους ενήλικες, αλλά με λιγότερο «γυαλιστερό» πτέρωμα, πιο θαμπό κόκκινο στέμμα και με ανοιχτόχρωμο γκρι λαιμό και ράμφος. Ωστόσο τα αρσενικά ξεχωρίζουν από τα θηλυκά, πάλι από το στέμμα του κεφαλιού. Η ίριδα είναι μαύρη. Μετά το 1ο έτος της ζωής τους αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων και είναι αδύνατον να ξεχωρίσουν από αυτούς.
Το ράμφος του μαύρου δρυοκολάπτη, όπως και κάποιων άλλων ειδών, έχει μορφή σμίλης στο άκρο του και διατηρείται κοφτερό από τη συνεχή χρήση. Η μακριά κολλώδης γλώσσα, φέρει 4-5 χαρακτηριστικά ζεύγη μυστακίων ( barbs) στο κερατινοειδές άκρο της, τα οποία στρέφονται προς τα πίσω και βοηθούν στην σύλληψη και εξαγωγή των εντόμων, βαθιά μέσα από την τρύπα που έχει διανοιγεί στο δένδρο. Επίσης, καλύπτεται από από ιξώδες έκκριμα που παράγεται από ευμεγέθεις σιελογόνους αδένες.[19] Παρόλ’ αυτά, όταν εκτυλίσσεται έξω από το στόμα δεν ξεπερνά τα 5 εκατοστά, μήκος που θεωρείται μικρό για δρυοκολάπτη. Παλαιότερα, είχε διατυπωθεί η άποψη ότι η γλώσσα διατρυπά σαν λόγχη τις προνύμφες που βρίσκει στο δρόμο της, αλλά πιο λεπτομερείς μελέτες που δημοσιεύθηκαν το 2004 έδειξαν ότι, η γλώσσα μάλλον τυλίγεται γύρω από το θήραμα προτού τραβηχτεί έξω.
Για να αποφευχθεί βλάβη στον εγκέφαλο από τις γρήγορες και επαναλαμβανόμενες κρούσεις, έχει εξελιχθεί μια σειρά από προσαρμογές για να προστατεύεται ο εγκέφαλος. Αυτές περιλαμβάνουν το μικρό μέγεθος του εγκεφάλου, την διευθέτησή του μέσα στο κρανίο (η οποία μεγιστοποιεί την επιφάνεια επαφής μεταξύ του εγκεφάλου και του κρανίου) και τη σύντομη διάρκεια της επαφής. Επίσης ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου πριν από την επαφή με το ξύλο, μια παχιά σκαρδαμυκτική μεμβράνη κλείνει και προστατεύει τον οφθαλμό από τα ρινίσματα ξύλου που εκτινάσσονται. Τα ρουθούνια προστατεύονται επίσης, επειδή έχουν μορφή σχισμής και καλύπτονται από ειδικά φτερά.
Βιότοπος: Ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι ευπροσάρμοστο είδος που είναι σε θέση να αναπαραχθεί με επιτυχία σε διαφορετικά δασικά ενδιαιτήματα. Οι βέλτιστοι οικότοποι είναι τα ορεινά και ημιορεινά δάση οξιάς (Fagus spp.), με διάσπαρτες συστάδες, κυρίως ερυθρελάτης (Picea abies) και ελάτης (Abies spp.). Ωστόσο, συχνάζει και σε μικτά δάση με βελανιδιές (Quercus spp.)και πεύκα (Pinus spp.), όταν η πυκνότητα των πληθυσμών του είναι υψηλή. Πρακτικά, μπορεί να απαντάται σε κάθε τύπο δάσους εφ 'όσον τα δένδρα παρέχουν μαλακό ξύλο και υπάρχει επαρκής τροφή. Σημαντικές προϋποθέσεις, αποτελούν τα παλαιά, ηλικιωμένα δένδρα ή αυτά σε σήψη, νεκρά ή προσβεβλημένα από μύκητες ή αρθρόποδα. Επίσης, λόγω του πολύ μεγάλου χώρου δράσης του, μπορεί να αποικίζει τις περιοχές δασών εμπορικής εκμετάλλευσης. Κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις και με επαρκή ανοχή, ανέχεται την ανθρώπινη παρουσία και φωλιάζει περιστασιακά σε μεγάλα αστικά πάρκα, κυρίως της Β. Ευρώπης. Είναι πιο πιθανό να απαντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε κατοικημένες περιοχές κατά την μη αναπαραγωγική περίοδο.
Τα υψομετρικά επίπεδα στα οποία κινείται ποικίλλουν. Στην ΝΑ. Ελβετία απαντάται στα 2.200 μέτρα, ενώ στην ασιατική οροσειρά των Αλτάι, στα 3.500 μέτρα. Το υποείδος D. m. khamensis έχει παρατηρηθεί μέχρι και στα 4.000 μέτρα.
Η σύνθεση των δένδρων των οικοτόπων του μαύρου δρυοκολάπτη φαίνεται να έχει μόνο δευτερεύουσα σημασία. Παρομοίως, η ηλικιακή διάρθρωση των κατοικημένων δασικών περιοχών είναι πολύ διαφορετική. Στην Νορβηγία και στην περίφημη ζώνη της τάιγκα, αναπαράγεται κυρίως σε δένδρα ερυθρελάτης και λεύκας (Populus spp.), συχνά σε άκρες από ξέφωτα ή κατά μήκος ποταμών. Στις χώρες της Βαλτικής, διαβιοί σε αραιά πευκοδάση και στην Ουγγαρία, την Ισπανία και τη Γαλλία, κυρίως σε μικτά δάση οξιάς με ένα ορισμένο ποσοστό ερυθρελάτης. Σε αμιγή φυλλοβόλα δάση, απαντάται μόνον στα δυτικά της κατανομής του, κυρίως στην Δ. Γαλλία. Οι πυκνότητες των πληθυσμών του διαφέρουν σημαντικά. Σε ιδανικές συνθήκες οικοτόπων, το μέγεθος της έκτασης που καταλαμβάνει ένα ζευγάρι μπορεί να είναι μικρότερο των 100 εκταρίων. Συνήθως όμως, τα εδάφη είναι σημαντικά μεγαλύτερα. Ο μέσος όρος στις περιοχές της Κ. Ευρώπης είναι περίπου 400 στρέμματα, ενώ εκτάσεις πάνω από 1000 στρέμματα δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο. Σε αυτές τις επιφάνειες, οι φωλιές σε γειτονικές περιοχές είναι συνήθως περισσότερο από ένα χιλιόμετρο μακριά, η μία από την άλλη.
Στην Ελλάδα, ο μαύρος δρυοκολάπτης απαντάται σε κωνοφόρα (ελατοδάση και πευκοδάση) και μικτά δάση ορεινών περιοχών (πιο βόρεια), καθώς και σε δάση οξιάς, είναι επιδημητικό πτηνό, που παραμένει όλο τον χρόνο στα εδάφη όπου αναπαράγεται. Η εξάπλωσή του, όμως, περιορίζεται από την Κ. Ελλάδα και βορειότερα, ακολουθώντας αυστηρά τις ορεινές γραμμές των περιοχών αυτών.
Στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, απαντάται το υποείδος Dryocopus martius martius.
Τροφή: Οι μαύροι δρυοκολάπτες είναι εντομοφάγα πτηνά, τρεφόμενοι κυρίως με μυρμήγκια. Το ποσοστό του φυτικού υλικού στο διαιτολόγιό τους είναι ελάχιστο έως ασήμαντο, και περιλαμβάνει λίγους καρπούς, καθώς και σπέρματα κωνοφόρων. Από τα μυρμήγκια προτιμά τα μεγάλα είδη (ενήλικα άτομα, νύμφες και προνύμφες), ιδιαίτερα των γενών Camponotus, Formica, Lasius και Myrmica. Αυτά, μπορεί εποχικά να αποτελούν μέχρι και το 90% της συνολικής δίαιτας και, μάλιστα, αποτελούν την τροφή επιλογής των νεοσών του δρυοκολάπτη κατά την αναπαραγωγική περίοδο.
Εκτός από μυρμήγκια, διάφορα σκαθάρια, ιδιαίτερα εκείνα στα στάδια ανάπτυξής τους, ιδιαίτερα των οικογενειών Scolytinae και Cerambycidae, αποτελούν μέρος του διαιτολογίου. Οι προνύμφες του υμενόπτερου Urocerus gigas είναι από τα προτιμώμενα θηράματα, αλλά και διάφορα άλλα είδη εντόμων μπορεί να είναι σημαντικά. Μόνο σχετικά σπάνια, δίπτερα, λεπιδόπτερα, αράχνες και μικρά σαλιγκάρια συμπληρώνουν το διαιτολόγιο.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις έλλειψης τροφής, οι μαύροι δρυοκολάπτες φαίνεται να καταναλώνουν μικρά σπονδυλωτά, όπως σαλαμάνδρες ή νεοσσούς και αυγά άλλων ειδών που φωλιάζουν σε τρύπες.
Σημειωτέον ότι, όχι μόνον στα δένδρα αλλά και στις μεγάλες φωλιές των μυρμηγκιών, γίνεται η αναζήτησή τους. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να συγκεντρώνονται πολλοί μαζί -πολλές φορές μαζί με άλλα είδη δρυοκολαπτών- και να λυμαίνονται τα ανοίγματα στο έδαφος όπου φτιάχνουν τις φωλιές τους τα υμενόπτερα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ιδιαίτερα τον χειμώνα, ακόμη και όταν υπάρχει στρώμα χιονιού πάνω από τις φωλιές.
Κατάσταση πληθυσμού:
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, νέες, ξεχωριστές περιοχές έχουν δημιουργηθεί από το είδος σε πολλά μέρη της Ευρώπης, πιθανότατα εκείνες με σοβαρές αλλαγές στα δασικά περιβάλλοντα, ειδικά από την μετατροπή των χαμηλών και μεσαίων δασών σε υψηλά δάση, και τις περιοχές φύτευσης με κωνοφόρα, ειδικά με έλατα. Αυτή η επέκταση παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στις ορεινές περιοχές και συνεχίστηκε στις πεδινότερες. Μέχρι το 1920, το βόρειο τμήμα της Γερμανίας, του Βελγίου, των Κάτω Χωρών και της ανατολικής Αυστρίας είχε αποικιστεί από τον μαύρο δρυοκολάπτη, ενώ στη δεκαετία του 1960 ευρείες περιοχές της Γαλλίας -όπου το είδος εξακολουθεί να επεκτείνεται-, καθώς και σε οικισμούς στη Δανία και τη μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα. Μεγάλους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς, διαθέτουν η Γερμανία, η Αυστρία και η Ελβετία.
To είδος δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, εκτός από τους προαναφερθέντες και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, νέες, ξεχωριστές περιοχές έχουν δημιουργηθεί από το είδος σε πολλά μέρη της Ευρώπης, πιθανότατα εκείνες με σοβαρές αλλαγές στα δασικά περιβάλλοντα, ειδικά από την μετατροπή των χαμηλών και μεσαίων δασών σε υψηλά δάση, και τις περιοχές φύτευσης με κωνοφόρα, ειδικά με έλατα. Αυτή η επέκταση παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στις ορεινές περιοχές και συνεχίστηκε στις πεδινότερες. Μέχρι το 1920, το βόρειο τμήμα της Γερμανίας, του Βελγίου, των Κάτω Χωρών και της ανατολικής Αυστρίας είχε αποικιστεί από τον μαύρο δρυοκολάπτη, ενώ στη δεκαετία του 1960 ευρείες περιοχές της Γαλλίας -όπου το είδος εξακολουθεί να επεκτείνεται-, καθώς και σε οικισμούς στη Δανία και τη μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα. Μεγάλους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς, διαθέτουν η Γερμανία, η Αυστρία και η Ελβετία.
To είδος δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, εκτός από τους προαναφερθέντες και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.
Οικογένεια: Δρυοκολαπτίδες ή Πικίδες (Picidae)
Παρδαλοτσικλιτάρα (Dendrocopos major)
Δρυοκόπος ο μέλας (Dryocopus martius)
Δρυοκολάπτης ο χλωρός (Picus canus)
Πράσινος δρυοκολάπτης (Picus viridis)
Δενδροκόπος ο λευκωτός (Dendrocopos leucotos)
Δενδροκόπος ο μέτριος (Dendrocopos medius)
Δενδροκόπος ο ελάσσων (Dendrocopos minor)
Βαλκανικός Δρυοκολάπτης (Dendrocopos syriacus)
Τριδάχτυλος Δρυοκολάπτης (Picoides tridactylus)
Ίυγξ, Στραβολαίµης (Jynx torquilla)
Ετικέτες:
Δρυοκολαπτόμορφα
Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Δρυοκόπος ο μέλας