Συκοφάγος - Ορνιθοπανίδα Συκοφάγος

Συκοφάγος

Συκοφάγος ο Ευρωπαϊκός, χλωρίων ο γνήσιος (Oriolus Oriolus) Συκοφάγος
Στρουθοειδές πουλί της οικογένειας των Συλβιδών και σύμφωνα με άλλη κατάταξη, των Κορακοειδών. Το όνομά του προέρχεται από το ότι, κατά το καλοκαίρι, εκτός από έντομα και προνύμφες, τρέφεται και με φρούτα, προτιμώντας προ πάντων τα σύκα. Μικρών διαστάσεων και με χρώμα καφέ προς το λαδί, το πουλί αυτό περνά τη θερμή εποχή σε μεγάλες περιοχές της Ευρασίας, όπου φωλιάζει ανάμεσα στους θάμνους.
Στις αρχές του φθινοπώρου μεταναστεύει στην κεντρική και νότια Αφρική για να διαχειμάσει. Στην Ελλάδα περνά το Μάιο, τον Αύγουστο ή και το Σεπτέμβριο.

Οι συκοφάγοι ζουν και αναπαράγονται στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της βορείου Αφρικής, ενώ διαχειμάζουν στις τροπικές περιοχές.
Αν και το συγκεκριμένο γένος περιλαμβάνει περίπου 28 είδη, μόνο δύο από αυτά, εκ των οποίων ο Ευρωπαϊκός συκοφάγος, είναι αποδημητικά.
Στην Κύπρο είναι γνωστός με το όνομα Κλορκός.
Οικογένεια: Χλωριονίδες (Oriolidae)






Ο συκοφάγος εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό, με το αρσενικό να διαφέρει αρκετά από το θηλυκό στο χρωματισμό του πτερώματος, στοιχείο που το καθιστά εύκολα αναγνωρίσιμο στην παρατήρηση πεδίου, αν και είναι δύσκολο να εντοπιστεί ανάμεσα στα ψηλά φυλλώματα, ιδιαίτερα το θηλυκό και τα νεαρά άτομα.

Το αρσενικό είναι, κατ’ ουσίαν, το μοναδικό πτηνό με τους συγκεκριμένους κοντράστ χρωματισμούς που μπορεί να συναντήσει κανείς στα συγκεκριμένα ενδιαιτήματα. Έχει έντονο κίτρινο χρώμα, τόσο στην άνω όσο και στην κάτω επιφάνεια του σώματός του, που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις μαύρες πτέρυγες και την ουρά. Συγκεκριμένα, τα πρωτεύοντα ερετικά πτερά είναι μαύρα, αλλά τα καλυπτήριά τους είναι μαύρα στη βάση τους και κίτρινα στην άκρη. Τα δευτερεύοντα και τριτεύοντα ερετικά, όσο και τα καλυπτήριά τους είναι μαύρα. Η ουρά έχει τα κεντρικά πηδαλιώδη μαύρα, ενώ τα πλαϊνά έχουν μαύρη βάση και κίτρινη άκρη. Το στήθος και η κοιλιακή χώρα είναι κατακίτρινα. Επίσης, διαθέτει μαύρη λωρίδα στους οφθαλμούς, από τη βάση του ράμφους μέχρι το πίσω μέρος τους.

Στα θηλυκά φαίνεται ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες: η πρώτη περιλαμβάνει τους «κλασικούς» χρωματισμούς του θηλυκού και η δεύτερη ενδιάμεσους χρωματισμούς μεταξύ θηλυκού και αρσενικού. Η πλειοψηφία των θηλυκών διαθέτει -στις αντίστοιχες κίτρινες περιοχές της άνω επιφανείας των αρσενικών- ελαιοπράσινους χρωματισμούς (όχι κίτρινους), με τα πρωτεύοντα ερετικά των πτερύγων και των πηδαλιωδών της ουράς να είναι σταχτοπράσινα (όχι μαύρα) και αντίστοιχες υποκίτρινες (όχι κίτρινες) περιοχές. Στο στήθος, οι χρωματισμοί είναι υπόλευκοι-ελαιοπράσινοι (όχι κίτρινοι) με αχνές μαυριδερές ραβδώσεις που, όσο νεαρότερο είναι το άτομο, τόσο πιο έντονοι είναι. Η λωρίδα στην περιοχή των οφθαλμών είναι αχνή μαυριδερή (όχι μαύρη). Τα θηλυκά της δεύτερης κατηγορίας έχουν τους χρωματισμούς εκείνων της πρώτης, αλλά πιο σκούρους.
Το ράμφος έχει κοκκινωπό-κεραμιδί χρώμα σε όλες τις περιπτώσεις.

Ο Συκοφάγος είναι καθαρά δεντρόβιος και δεν ζει κατά σμήνη· τρώει έντομα και τις προνύμφες τους, και κατά το τέλος του καλοκαιριού και διάφορα φρούτα.

Τη φωλιά του, που έχει σχήμα πανεριού, την κατασκευάζει στο ψηλότερο μέρος των φυλλωμάτων, ανάμεσα στα κλαδιά: στο τέλος της άνοιξης το θηλυκό γεννά 4-5 άσπρα αβγά με κοκκινοκαστανές βουλίτσες. Στην επώαση, που διαρκεί περίπου δύο εβδομάδες, παίρνουν μέρος εναλλάξ και το αρσενικό και το θηλυκό.
Ετικέτες: Οριολίδες

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Συκοφάγος

Back To Top