Αλκυονίδες (alcedinidae)
Οικογένεια πτηνών της τάξης των κορακομόρφων. Είναι συνήθως πολύχρωμα πουλιά μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο και αιχμηρό ράμφος. Το μήκος τους κυμαίνεται από 10 έως 45 εκ. Τα φτέρωμά τους έχει ζωηρά χρώματα με μεταλλικές ανταύγειες. Τα πόδια τους είναι λεπτά και με κοντά δάκτυλα, Syndactyly τα εμπρός δάχτυλα (τρίτο και τέταρτο) έχουν περίπου το ίδιο μήκος, το δεύτερο δάχτυλο του ποδιού είναι μικρό και συχνά λείπει, γεγονός που δεν τους επιτρέπει την εύκολη μετακίνηση στο έδαφος. Διαθέτουν κοντές πτέρυγες με στρογγυλεμένα άκρα.
Το μέγεθος ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό - το μικρότερο είδος African Dwarf Kingfisher (Ceyx lecontei) έχει μήκος σώματος 10 εκατοστά και ζυγίζει περίπου δέκα γραμμάρια, τα μεγαλύτερα είδη όπως το Giant Kingfisher (Megaceryle maxima) και το Κουκαμπούρα, Laughing Kookaburra (Dacelo novaeguineae) φτάνουν περίπου μέχρι τα 40 εκατοστά μήκος και βάρος 400 γραμμάρια.
Το θηλυκό γεννά 3-7 αυγά, τα οποία επωάζουν και οι δύο γονείς. Οι Αλκυονίδες ζουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Στην Ασία και στην Ωκεανία, όμως, βρίσκονται τα περισσότερα από τα 19 γένη και τα 91 είδη της οικογένειας.
Το είδος αλκυόνα ζει και στην Ελλάδα.
Κατηγορία: Κορακόμορφα (Corvidae) Αλκυονίδες (alcedinidae)
Οι Αλκυονίδες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στους αλιείς και στους θηρευτές.
Οι αλιείς ζουν κοντά σε νερά (λίμνες, έλη, θάλασσα) και τρέφονται με ψάρια. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους στο βάθος υπόγειων οριζόντιων στοών μήκους 40-100 εκ., που σκάβουν στις όχθες του νερού. Γεννούν 2-7 αβγά πάνω σε στρώματα από κόκαλα και λέπια ψαριών.
Οι θηρευτές έχουν μεγαλύτερο μήκος σώματος και ζουν στα δάση και στα λιβάδια της Αυστραλίας, της Ινδίας και της Μαλαισίας. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε κοιλώματα κορμών δέντρων και τρέφονται με διάφορα έντομα και μικρά σπονδυλωτά.
Στην Ελλάδα ζουν τα γένη: Ceryle, Halcyon και Alcedo Αλκυονίδες
Οικογένεια πτηνών της τάξης των κορακομόρφων. Είναι συνήθως πολύχρωμα πουλιά μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο και αιχμηρό ράμφος. Το μήκος τους κυμαίνεται από 10 έως 45 εκ. Τα φτέρωμά τους έχει ζωηρά χρώματα με μεταλλικές ανταύγειες. Τα πόδια τους είναι λεπτά και με κοντά δάκτυλα, Syndactyly τα εμπρός δάχτυλα (τρίτο και τέταρτο) έχουν περίπου το ίδιο μήκος, το δεύτερο δάχτυλο του ποδιού είναι μικρό και συχνά λείπει, γεγονός που δεν τους επιτρέπει την εύκολη μετακίνηση στο έδαφος. Διαθέτουν κοντές πτέρυγες με στρογγυλεμένα άκρα.
Το μέγεθος ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό - το μικρότερο είδος African Dwarf Kingfisher (Ceyx lecontei) έχει μήκος σώματος 10 εκατοστά και ζυγίζει περίπου δέκα γραμμάρια, τα μεγαλύτερα είδη όπως το Giant Kingfisher (Megaceryle maxima) και το Κουκαμπούρα, Laughing Kookaburra (Dacelo novaeguineae) φτάνουν περίπου μέχρι τα 40 εκατοστά μήκος και βάρος 400 γραμμάρια.
Το θηλυκό γεννά 3-7 αυγά, τα οποία επωάζουν και οι δύο γονείς. Οι Αλκυονίδες ζουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Στην Ασία και στην Ωκεανία, όμως, βρίσκονται τα περισσότερα από τα 19 γένη και τα 91 είδη της οικογένειας.
Το είδος αλκυόνα ζει και στην Ελλάδα.
Κατηγορία: Κορακόμορφα (Corvidae) Αλκυονίδες (alcedinidae)
Οι Αλκυονίδες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στους αλιείς και στους θηρευτές.
Οι αλιείς ζουν κοντά σε νερά (λίμνες, έλη, θάλασσα) και τρέφονται με ψάρια. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους στο βάθος υπόγειων οριζόντιων στοών μήκους 40-100 εκ., που σκάβουν στις όχθες του νερού. Γεννούν 2-7 αβγά πάνω σε στρώματα από κόκαλα και λέπια ψαριών.
Οι θηρευτές έχουν μεγαλύτερο μήκος σώματος και ζουν στα δάση και στα λιβάδια της Αυστραλίας, της Ινδίας και της Μαλαισίας. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε κοιλώματα κορμών δέντρων και τρέφονται με διάφορα έντομα και μικρά σπονδυλωτά.
Στην Ελλάδα ζουν τα γένη: Ceryle, Halcyon και Alcedo Αλκυονίδες
Σμυρναλκυόνη
(Halcyon smyrnensis)
Αλκυόνα
(Alcedo atthis)
Κήρυλος
(Ceryle rudis)
αλκυονίδες μέρες
Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή τροπή (21 Δεκεμβρίου), όταν το πουλί αλκυόνα γεννάει τα αβγά του.
Οι σύγχρονες όμως παρατηρήσεις αντικρούουν τη διαπίστωση του Αριστοτέλη. Συνήθως οι μέρες αυτές εμφανίζονται την τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και τη δεύτερη εβδομάδα του Φεβρουαρίου. Ο αριθμός των ημερών αυτών ποικίλλει. Άλλοτε η περίοδος της καλοκαιρίας διαρκεί τρεις μέρες, άλλοτε πέντε ημέρες και, πιο σπάνια, έξι ή επτά μέρες.
Τη συγκεκριμένη περίοδο, η μέση ημερήσια αύξηση της θερμοκρασίας ξεπερνάει πολλές φορές τους 5°C, η σχετική υγρασία παρουσιάζει μεγάλη πτώση και επικρατεί νηνεμία.
Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή τροπή (21 Δεκεμβρίου), όταν το πουλί αλκυόνα γεννάει τα αβγά του.
Οι σύγχρονες όμως παρατηρήσεις αντικρούουν τη διαπίστωση του Αριστοτέλη. Συνήθως οι μέρες αυτές εμφανίζονται την τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και τη δεύτερη εβδομάδα του Φεβρουαρίου. Ο αριθμός των ημερών αυτών ποικίλλει. Άλλοτε η περίοδος της καλοκαιρίας διαρκεί τρεις μέρες, άλλοτε πέντε ημέρες και, πιο σπάνια, έξι ή επτά μέρες.
Τη συγκεκριμένη περίοδο, η μέση ημερήσια αύξηση της θερμοκρασίας ξεπερνάει πολλές φορές τους 5°C, η σχετική υγρασία παρουσιάζει μεγάλη πτώση και επικρατεί νηνεμία.