Λεπτόραμφος Γλάρος, Ροδόγλαρος, (Larus genei ή Chroicocephalus genei)
Ο Λεπτόραμφος Γλάρος (Larus genei) είναι ένα μικρό είδος γλάρου. Η επιστημονική ονομασία του δόθηκε πρός τιμή του ιταλού επιστήμονα Giuseppe Gené. Όπως και οι περισσότεροι γλάροι, είναι αρκετά κοινωνικό πουλί. Το μήκος του Λεπτόραμφου Γλάρου κυμαίνεται απο 39 έως 47 εκατοστά και έχει μέγιστο άνοιγμα φτερών 97 εκατοστά. Σε αντίθεση με τον Καστανοκέφαλο Γλάρο (Larus ridibundus), τον οποίο μοιάζει πολύ, δεν έχει κατά την αναπαραγωγική περίοδο σκούρο καστανό κεφάλι, αλλά λευκό. Ο λαιμός το κάτω μέρος του σώματος και η ουρά κατά την περίοδο του καλοκαιριού έχουν μία ελαφρώς ροζ απόχρωση. Οι φτερούγες και οι πλάτες είναι γκρι. Οι άκρες των φτερούγων είναι μαύρες και η ουρά έχει μαυρόασπρες ραβδώσεις. Το λεπτό ράμφος και τα πόδια είναι κόκκινα.
Τα νεαρά έχουν το πάνω μέρος γκρι, το κάτω λευκό και γκρι κηλίδες στο στέμμα και στον αυχένα. Το ράμφος είναι κιτρινοπορτοκαλί, τα πόδια κίτρινα και οι άκρες της λευκής ουράς είναι μαύρες.
Κατηγορία: Χαραδριόμορφα ➜ Γλαρόμορφα | Γλάροι, Λαρίδες
Εξάπλωση, πληθυσμιακά στοιχεία και τάσεις: Συναντάται στις νότιες ακτές της Μεσογείου, στα νοτιοδυτικά της Ιβηρικής Χερσονήσου, στο Αιγαίο Πέλαγος, την Ερυθρά Θάλασσα, τον Περσικό Κόλπο, γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, γύρω από την Κασπία Θάλασσα, τη λίμνη Αράλη, στην Τουρκία, το Ιράν, το Μπαλουχιστάν και στη Σινδική νότια επαρχία του Πακιστάν. Τα περισσότερα πουλιά μεταναστεύουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα νοτιότερα προς τη Βόρεια Αφρική και την Ινδία. Δεν είναι πελαγικό είδος και σπάνια συναντάται στην ανοικτή θάλασσα μακριά από τις ακτές.
Στην Ελλάδα ο λεπτόραμφος γλάρος είναι σπάνιο και τοπικό επιδημητικό είδος, τοπικά κοινό κατά τη μετανάστευση και το χειμώνα. Βρέθηκε να αναπαράγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του '60 και έκτοτε φωλιάζει μόνο στο Δέλτα Αλιάκμονα, με πληθυσμό που εκτιμάται σε 100-130 ζευγ. (Dodd 2005, Παναγιωτοπούλου υπό προετοιμασία). Ο πληθυσμός αυτός είναι μεγαλύτερος συγκριτικά με τα 23-45 ζευγ. που καταγράφηκαν την περίοδο 1980-1992 (Handrinos & Akriotis 1997), αλλά το είδος παραμένει ευάλωτο επειδή φωλιάζει μόνο σε μία θέση.
Πολύ πιο κοινό είδος κατά τη μετανάστευση, ιδιαίτερα την άνοιξη, οπότε απαντάται σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και σε αρκετά νησιά.
Διαχειμάζει επίσης σε αρκετούς υγρότοπους (δέλτα Αξιού, Αλιάκμονα, Έβρου, λιμνοθάλασσες Θράκης, Δέλτα Σπερχειού, Κοτύχι κλπ), με σαφώς μεγαλύτερους όμως αριθμούς στη δυτική Ελλάδα (κόλπος Λευκάδας, Μεσολόγγι, Αμβρακικός κ.α.) (Handrinos & Akriotis 1997). Ο διαχειμάζων πληθυσμός του είδους στην Ελλάδα είναι μικρός αλλά σταθερός τα τελευταία χρόνια, εκτιμάται δε σε 2.000-4.000 άτομα (Αλιβιζάτος και συν υπό προετοιμασία).
Υπάρχουν 28 επανευρέσεις στην Ελλάδα, οι 26 εκ των οποίων προέρχονται από το Εθνικό Πάρκο Τσερνομόρσκι της Ουκρανίας, όπου αναπαράγεται ένα μεγάλο ποσοστό του ευρωπαϊκού πληθυσμού (Aκριώτης & Χανδρινός 2004).
Ποσοστό του πληθυσμού του είδους στην Ελλάδα: <1% του ευρωπαϊκού (Wetlands International 2006). Ο Ευρωπαϊκός αναπαραγωγικός πληθυσμός υπολογίζεται σε 37.000 έως 56.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια. Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί ήταν στις αρχές του 21ου αιώνα, στην Ουκρανία, με περίπου 25.000 έως 40.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια, στη Ρωσία (από 2.000 σε 3.000 ζεύγη αναπαραγωγής), την Τουρκία (3800 με 5500 αναπαραγωγικά ζεύγη) και στην Ιταλία (3.900 αναπαραγόμενα ζευγάρια). Οικολογία: Ο λεπτόραμφος γλάρος ζει σε μεγάλους παράκτιους υγρότοπους της Μεσογείου. Φωλιάζει σε αμμώδεις ακτές και νησίδες, σε έλη με ρηχά νερά και σπανιότερα σε εσωτερικούς υγρότοπους. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί σε λιβάδια και υγρές περιοχές, λιμνοθάλασσες, εκβολές, δέλτα ποταμών κ.α. Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου το είδος ζει σε παράκτιες περιοχές αλλά γενικά αποφεύγει τα λιμάνια.
Η τροφή του αποτελείται κυρίως από ψάρια αλλά και έντομα, θαλάσσια ασπόνδυλα (π.χ. καρκινοειδή) κ.ά.
Το είδος αναπαράγεται κατά το τέλος Μαρτίου έως τον Μάιο, σε πυκνές αποικίες, αμιγείς ή μικτές με άλλα είδη, π.χ. γλαρόνια, και σε αριθμούς που κυμαίνονται από μερικές δεκάδες έως αρκετές χιλιάδες ζευγάρια.
Έχει αγελαία συμπεριφορά σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, σχηματίζοντας ομάδες από 200 ως 3.000 άτομα.
Ο Λεπτόραμφος Γλάρος (Larus genei) είναι ένα μικρό είδος γλάρου. Η επιστημονική ονομασία του δόθηκε πρός τιμή του ιταλού επιστήμονα Giuseppe Gené. Όπως και οι περισσότεροι γλάροι, είναι αρκετά κοινωνικό πουλί. Το μήκος του Λεπτόραμφου Γλάρου κυμαίνεται απο 39 έως 47 εκατοστά και έχει μέγιστο άνοιγμα φτερών 97 εκατοστά. Σε αντίθεση με τον Καστανοκέφαλο Γλάρο (Larus ridibundus), τον οποίο μοιάζει πολύ, δεν έχει κατά την αναπαραγωγική περίοδο σκούρο καστανό κεφάλι, αλλά λευκό. Ο λαιμός το κάτω μέρος του σώματος και η ουρά κατά την περίοδο του καλοκαιριού έχουν μία ελαφρώς ροζ απόχρωση. Οι φτερούγες και οι πλάτες είναι γκρι. Οι άκρες των φτερούγων είναι μαύρες και η ουρά έχει μαυρόασπρες ραβδώσεις. Το λεπτό ράμφος και τα πόδια είναι κόκκινα.
Τα νεαρά έχουν το πάνω μέρος γκρι, το κάτω λευκό και γκρι κηλίδες στο στέμμα και στον αυχένα. Το ράμφος είναι κιτρινοπορτοκαλί, τα πόδια κίτρινα και οι άκρες της λευκής ουράς είναι μαύρες.
Κατηγορία: Χαραδριόμορφα ➜ Γλαρόμορφα | Γλάροι, Λαρίδες
Εξάπλωση, πληθυσμιακά στοιχεία και τάσεις: Συναντάται στις νότιες ακτές της Μεσογείου, στα νοτιοδυτικά της Ιβηρικής Χερσονήσου, στο Αιγαίο Πέλαγος, την Ερυθρά Θάλασσα, τον Περσικό Κόλπο, γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, γύρω από την Κασπία Θάλασσα, τη λίμνη Αράλη, στην Τουρκία, το Ιράν, το Μπαλουχιστάν και στη Σινδική νότια επαρχία του Πακιστάν. Τα περισσότερα πουλιά μεταναστεύουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα νοτιότερα προς τη Βόρεια Αφρική και την Ινδία. Δεν είναι πελαγικό είδος και σπάνια συναντάται στην ανοικτή θάλασσα μακριά από τις ακτές.
Στην Ελλάδα ο λεπτόραμφος γλάρος είναι σπάνιο και τοπικό επιδημητικό είδος, τοπικά κοινό κατά τη μετανάστευση και το χειμώνα. Βρέθηκε να αναπαράγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του '60 και έκτοτε φωλιάζει μόνο στο Δέλτα Αλιάκμονα, με πληθυσμό που εκτιμάται σε 100-130 ζευγ. (Dodd 2005, Παναγιωτοπούλου υπό προετοιμασία). Ο πληθυσμός αυτός είναι μεγαλύτερος συγκριτικά με τα 23-45 ζευγ. που καταγράφηκαν την περίοδο 1980-1992 (Handrinos & Akriotis 1997), αλλά το είδος παραμένει ευάλωτο επειδή φωλιάζει μόνο σε μία θέση.
Πολύ πιο κοινό είδος κατά τη μετανάστευση, ιδιαίτερα την άνοιξη, οπότε απαντάται σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και σε αρκετά νησιά.
Διαχειμάζει επίσης σε αρκετούς υγρότοπους (δέλτα Αξιού, Αλιάκμονα, Έβρου, λιμνοθάλασσες Θράκης, Δέλτα Σπερχειού, Κοτύχι κλπ), με σαφώς μεγαλύτερους όμως αριθμούς στη δυτική Ελλάδα (κόλπος Λευκάδας, Μεσολόγγι, Αμβρακικός κ.α.) (Handrinos & Akriotis 1997). Ο διαχειμάζων πληθυσμός του είδους στην Ελλάδα είναι μικρός αλλά σταθερός τα τελευταία χρόνια, εκτιμάται δε σε 2.000-4.000 άτομα (Αλιβιζάτος και συν υπό προετοιμασία).
Υπάρχουν 28 επανευρέσεις στην Ελλάδα, οι 26 εκ των οποίων προέρχονται από το Εθνικό Πάρκο Τσερνομόρσκι της Ουκρανίας, όπου αναπαράγεται ένα μεγάλο ποσοστό του ευρωπαϊκού πληθυσμού (Aκριώτης & Χανδρινός 2004).
Ποσοστό του πληθυσμού του είδους στην Ελλάδα: <1% του ευρωπαϊκού (Wetlands International 2006). Ο Ευρωπαϊκός αναπαραγωγικός πληθυσμός υπολογίζεται σε 37.000 έως 56.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια. Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί ήταν στις αρχές του 21ου αιώνα, στην Ουκρανία, με περίπου 25.000 έως 40.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια, στη Ρωσία (από 2.000 σε 3.000 ζεύγη αναπαραγωγής), την Τουρκία (3800 με 5500 αναπαραγωγικά ζεύγη) και στην Ιταλία (3.900 αναπαραγόμενα ζευγάρια). Οικολογία: Ο λεπτόραμφος γλάρος ζει σε μεγάλους παράκτιους υγρότοπους της Μεσογείου. Φωλιάζει σε αμμώδεις ακτές και νησίδες, σε έλη με ρηχά νερά και σπανιότερα σε εσωτερικούς υγρότοπους. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί σε λιβάδια και υγρές περιοχές, λιμνοθάλασσες, εκβολές, δέλτα ποταμών κ.α. Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου το είδος ζει σε παράκτιες περιοχές αλλά γενικά αποφεύγει τα λιμάνια.
Η τροφή του αποτελείται κυρίως από ψάρια αλλά και έντομα, θαλάσσια ασπόνδυλα (π.χ. καρκινοειδή) κ.ά.
Το είδος αναπαράγεται κατά το τέλος Μαρτίου έως τον Μάιο, σε πυκνές αποικίες, αμιγείς ή μικτές με άλλα είδη, π.χ. γλαρόνια, και σε αριθμούς που κυμαίνονται από μερικές δεκάδες έως αρκετές χιλιάδες ζευγάρια.
Έχει αγελαία συμπεριφορά σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, σχηματίζοντας ομάδες από 200 ως 3.000 άτομα.
Απειλές: Σε παγκόσμιο επίπεδο οι κυριότερες απειλές που αντιμετωπίζει το είδος είναι η θήρευση αβγών ή νεοσσών, κυρίως από το μεσογειακό ασημόγλαρο. Επίσης, οι καταιγίδες ή οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την αναπαραγωγική επιτυχία. Το είδος απειλείται από τη ρύπανση (από πετρελαιοκηλίδες αλλά και από τα γεωργικά φάρμακα) και τα πολλά πλαστικά απορρίμματα.
Σε ορισμένες χώρες της Μεσογείου οι κάτοικοι μαζεύουν τα αβγά του για τροφή. Το είδος είναι ευάλωτο στη γρίπη των πτηνών και μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο από μελλοντικές εκρήξεις του ιού. Επιπλέον, απειλείται από παράγοντες που υποβαθμίζουν, αλλοιώνουν ή καταστρέφουν το βιότοπο φωλιάσματος (Birdlife International 2008).
Στην Ελλάδα οι άμεσες απειλές για το είδος σχετίζονται με την κατάσταση των νησίδων αναπαραγωγής. Η διάβρωση των νησίδων, η υποβάθμιση και η καταστροφή τους, η όχληση, τα έντονα καιρικά φαινόμενα μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την επιτυχία αναπαραγωγής του είδους.
Σε ορισμένες χώρες της Μεσογείου οι κάτοικοι μαζεύουν τα αβγά του για τροφή. Το είδος είναι ευάλωτο στη γρίπη των πτηνών και μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο από μελλοντικές εκρήξεις του ιού. Επιπλέον, απειλείται από παράγοντες που υποβαθμίζουν, αλλοιώνουν ή καταστρέφουν το βιότοπο φωλιάσματος (Birdlife International 2008).
Στην Ελλάδα οι άμεσες απειλές για το είδος σχετίζονται με την κατάσταση των νησίδων αναπαραγωγής. Η διάβρωση των νησίδων, η υποβάθμιση και η καταστροφή τους, η όχληση, τα έντονα καιρικά φαινόμενα μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την επιτυχία αναπαραγωγής του είδους.
Μέτρα διατήρησης που υπάρχουν: Προστατευόμενο είδος, ολόκληρος ο αναπαραγόμενος στην Ελλάδα πληθυσμός και μέρος του διερχομένου κατά τη μετανάστευση και του διαχειμάζοντος πληθυσμού απαντώνται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/ Natura 2000.
Μέτρα διατήρησης που απαιτούνται: Τα μέτρα διατήρησης αφορούν κυρίως τη διατήρηση των μικτών αποικιών αναπαραγωγής γλάρων και γλαρονιών: Προστασία 313 Πουλιά από την ενόχληση ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο του είδους. Μέτρα αποτροπής της διάβρωσης των νησίδων στις περιοχές όπου είναι πιθανόν να φωλιάσει (κυρίως παράκτιοι υγρότοποι της Μακεδονίας και της Θράκης). Κατασκευή τεχνητών νησίδων σε παράκτιους υγρότοπους όπου είναι δυνατόν να φωλιάσει το είδος. Διαχείριση της βλάστησης σε νησίδες, ώστε να μπορεί να φωλιάσει το είδος.
Μέτρα διατήρησης που απαιτούνται: Τα μέτρα διατήρησης αφορούν κυρίως τη διατήρηση των μικτών αποικιών αναπαραγωγής γλάρων και γλαρονιών: Προστασία 313 Πουλιά από την ενόχληση ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο του είδους. Μέτρα αποτροπής της διάβρωσης των νησίδων στις περιοχές όπου είναι πιθανόν να φωλιάσει (κυρίως παράκτιοι υγρότοποι της Μακεδονίας και της Θράκης). Κατασκευή τεχνητών νησίδων σε παράκτιους υγρότοπους όπου είναι δυνατόν να φωλιάσει το είδος. Διαχείριση της βλάστησης σε νησίδες, ώστε να μπορεί να φωλιάσει το είδος.
Ετικέτες:
Γλάροι
Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Λεπτόραμφος Γλάρος