Γυποϊέραξ (Gypohierax)
Ο Γυποϊέραξ είναι αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, ένας από τους γύπες του Παλαιού Κόσμου. Απαντά αποκλειστικά στην αφρικανική ήπειρο, η επιστημονική του ονομασία είναι Γυποϊέραξ της Ανγκόλα, (Gypohierax angolensis) και δεν περιλαμβάνει υποείδη. Ο γυποϊέραξ είναι περισσότερο γνωστός για τις διατροφικές συνήθειές του, σπάνιες για αρπακτικό της κατηγορίας του, να καταναλώνει τους καρπούς του δένδρου Ααβόρα (Elaeis guineensis), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τρέφεται και με ζωική ύλη.
Η λατινική ονομασία του γένους, Gypohierax, έχει ελληνική προέλευση και προέρχεται από τη σύνθεση των επί μέρους λέξεων gyps «γύπας» + hierax «γεράκι», με προφανή σημασία, αλλά άγνωστη αιτιολογία, πιθανόν λόγω του -σχετικά- μικρού του μεγέθους.
Η (νεο-)λατινική ονομασία του είδους, angolensis παραπέμπει σε μία από τις χώρες (Ανγκόλα) της γεωγραφικής κατανομής του πτηνού.
Η αγγλική λαϊκή του ονομασία είναι Palm-nut Vulture, που σημαίνει «γύπας των καρπών του κοκκοφοίνικα» και, προφανώς, σχετίζεται με τις διατροφικές του συνήθειες.
Ιερακόμορφα | Αετίδαι, (Accipitridae) | Γύπες (Gyps)
Συστηματική Ταξινομική: Ο γυποϊέραξ αποτελεί μονοτυπικό γένος (Gypohierax) και είδος (angolensis), εντός της οικογενείας των Αετιδών (Accipitridae), δηλαδή δεν περιλαμβάνει περαιτέρω είδη και υποείδη, σε κάθε αντίστοιχη ταξινομική μονάδα.
Εν τούτοις, η συστηματική του θέση εντός της οικογενείας είναι ασαφής. Πρόσφατες μοριακές γενετικές μελέτες μιτοχονδριακού και πυρηνικού DNA δείχνουν ότι πρέπει να ταξινομηθεί στην υποοικογένεια Γυπαετίνες (Gypaetinae) που περιλαμβάνει αποκλειστικά τους γύπες του Παλαιού Κόσμου. Φαίνεται να συνδέεται φυλογενετικά με τρία άλλα είδη τα Eutriorchis astur, Gypaetus barbatus (γυπαετός) και Neophron percnopterus (ασπροπάρης). Ωστόσο, η κατά Howard & Moore συστηματική ταξινομική καθώς και η ITIS, δεν έχουν αποδεχθεί –τουλάχιστον ακόμη- τη συγκεκριμένη υποοικογένεια και εξακολουθούν να τοποθετούν το γένος στην υποοικογένεια Accipitrinae.
Γεωγραφική κατανομή: Ο γυποϊέραξ απαντά αποκλειστικά στην Αφρική, ως επιδημητικό των περιοχών όπου κατανέμεται. Η εξάπλωσή του περιλαμβάνει όλες σχεδόν τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές πάνω και κάτω από τον Ισημερινό, (Μάλι, Νιγηρία, Νότιο Σουδάν), περίπου μεταξύ των γεωγραφικών πλατών 15°Β και 29°Ν. Βόρεια εκτείνεται μέχρι τις υποσαχαρινές χώρες και νότια μέχρι την Ανγκόλα, την Β. Ναμίμπια και την Α. ΝΑ. Νότια Αφρική. Στα δυτικά η κατανομή φθάνει στις ατλαντικές ακτές της Σενεγάλης και της Γκάμπια, ενώ στα ανατολικά μέχρι τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού στην Κένυα, την Τανζανία και την Μοζαμβίκη. Η συνολική επικράτεια του είδους καλύπτει επιφάνεια 11,3 χμ², περίπου. Στα βόρεια και κεντρικά γεωγραφικά πλάτη του εύρους του, είναι κοινό πτηνό -μερικές φορές σε αφθονία-, αλλά γίνεται πιο σπάνιο στα νότια και ανατολικά.
Μεταναστευτικές οδοί: Το είδος απαρτίζεται από επιδημητικούς πληθυσμούς, δηλαδή τα -ενήλικα- άτομα της κάθε επί μέρους περιοχής είναι καθιστικά, ζουν και αναπαράγονται εντός, σχετικά, στενού γεωγραφικού πλαισίου και μετακινούνται μόνον τοπικά. Γενικά, δεν μετακινείται περισσότερο από μερικά χιλιόμετρα, αλλά τα νεαρά και ανώριμα άτομα καλύπτουν πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις, έως και 400 χιλιόμετρα μέσα στην περιοχή του Σαχέλ και μέχρι 1.300 χιλιόμετρα πιο νότια από τις νοτιότερες θέσεις αναπαραγωγής.
Βιότοπος: Ο γυποϊέραξ είναι είδος άρρηκτα συνδεδεμένο με τις θέσεις διατροφής του, γι’ αυτό και συχνάζει στα δάση που περιλαμβάνουν φοίνικες με ελαιοπαραγωγούς καρπούς (βλ Διατροφή). Επίσης, φωλιάζει κοντά στο νερό, ιδιαίτερα στις καλλιεργημένες περιοχές, όπου σχηματίζει αποικίες, ή σε υγρές σαβάνες. Πολύ συχνά απαντά σε κατοικημένες, αστικές ή περιαστικές περιοχές, επειδή ανέχεται την παρουσία του ανθρώπου. Μπορεί να παρατηρηθεί από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και στα 1800 μέτρα, σε κάποιες ορεινές θέσεις.
Μορφολογία: Ο γυποϊέραξ είναι μεσαίου μεγέθους γύπας, με πλατιές αλλά σχετικά κοντές πτέρυγες, μικρή στρογγυλή ουρά, μικρό κεφάλι και ογκώδες ράμφος. Το πρόσωπό του -διαγνωστικό στοιχείο στους γύπες- είναι σε μεγάλο βαθμό άπτερο, ενώ μία ακόμη άπτερη ζώνη εκτείνεται από τη βάση της γναθοθήκης προς τα πίσω, έως περίπου κάτω από τα ωτικά καλυπτήρια.
Το μήκος του σώματος είναι 57-65 εκατοστά, άνοιγμα φτερών 135-155 εκατοστά και το βάρος του 1,2-1,8 κιλά.
Τα θηλυκά είναι ελαφρώς μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα αρσενικά, κατά τα άλλα, τα φύλα δεν διαφέρουν σημαντικά.
Τα ενήλικα πουλιά έχουν ιδιαίτερο πτέρωμα σε χρωματιστούς. Τα φτερά της ωμοπλάτης (scapulars), τα μεγάλα άνω στέγαστρα, οι άκρες των πρωτευόντων ερετικών και οι βάσεις των πηδαλιωδών της ουράς είναι μαύρα. Το σύνολο του υπολοίπου πτερώματος έρχεται σε μεγάλη αντίθεση, έχοντας λευκό χρώμα. Η άπτερη περιοχή του προσώπου είναι κόκκινη ή πορτοκαλοκόκκινη και η ίριδα κίτρινη. Το ράμφος είναι κίτρινο και το κήρωμα του ράμφους μπλε-γκρι. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν ανοικτό πορτοκαλί προς καφετί-κίτρινο χρώμα.
Τα νεαρά άτομα, όμως, έχουν εντελώς διαφορετικά χρώματα, με το απαλό μπεζ-καφέ να κυριαρχεί στο πτέρωμά τους. Το πάνω μέρος της ράχης και τα φτερά της ωμοπλάτης είναι σκούρα καφέ, οι πτέρυγες και η ουρά ακόμα πιο σκούρες, μαυριδερές-καφέ. Το άπτερο δέρμα στο κεφάλι είναι κιτρινόγκριζο ή καφεκίτρινο και η ίριδα σκούρα καφέ. Το ράμφος και το κήρωμα είναι κιτρινωπά-γκρι, οι ταρσοί και τα πόδια «βρώμικο» λευκό προς γκρι-καφέ. Η τελική έκδυση στο πτέρωμα των ενηλίκων επιτυγχάνεται σε ηλικία 4 ετών.
Τροφή: Ο γυποϊέραξ θεωρείται «παράδοξος» γύπας, από διατροφική άποψη, διότι το διαιτολόγιό του αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από καρπούς και, μάλιστα, συγκεκριμένους. Το φυτικό υλικό μπορεί να απαρτίζει το 58% έως 65% της διατροφής των ενήλικων πτηνών, ενώ στα νεαρά πουλιά φθάνει μέχρι και το 92%. Η κύρια τροφή στα περισσότερα μέρη της επικρατείας του είδους είναι οι καρποί των φοινίκων Ράφια (Raffia sp.) και Ααβόρα (Elaeis guineensis), που καλλιεργούνται ευρύτατα, ιδίως το δεύτερο, για το μεγάλης οικονομικής σημασίας φοινικέλαιο (palm oil) των καρπών τους.
Ωστόσο, στο διαιτολόγιο του γύπα περιλαμβάνονται, επίσης, ψάρια και μικρά σπονδυλωτά όλων των ειδών, αλλά και ασπόνδυλα όπως σαλιγκάρια, καβούρια κ.α., και θνησιμαία όλων των μεγεθών. Επομένως, από γενική άποψη, το διαιτολόγιό του είναι όπως εκείνο των άλλων γυπών (παμφάγο), εάν εξαιρέσει κανείς τους καρπούς.
Το κυνήγι της λείας γίνεται από κρυψώνα ή με εναέρια αναζήτηση, σε μαγκρόβια οικοσυστήματα και στις όχθες των ποταμών, ή ακόμη και με απλό περπάτημα, σε απογυμνωμένες εκτάσεις -λόγω δασικών πυρκαγιών. Τα ψάρια συλλαμβάνονται με χαμηλές πτήσεις πάνω από την επιφάνεια του νερού. Όσο για τους καρπούς, αυτοί συλλέγονται με «αναρρίχηση» στα δένδρα και καταναλώνονται με τρόπο ανάλογο του τύπου και του μεγέθους τους, άλλοι ολόκληροι και άλλοι σε κομμάτια, αφού πρώτα τεμαχισθούν με το ισχυρό ράμφος.
Αναπαραγωγή: Ο γυποϊέραξ αναπαράγεται κατά μεμονωμένα ζεύγη. Το τελετουργικό ερωτοτροπίας αποτελείται από απλούς, ενιαίους εναέριους κύκλους και περιστροφές γύρω από τον εαυτό τους, ενώ μερικές φορές τα πουλιά πραγματοποιούν κάθετες εφορμήσεις. Η αναπαραγωγική περίοδος ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική κατανομή. Στη Δ. και Κ. Αφρική πραγματοποιείται από τον Οκτώβριο-Νοέμβριο, μέχρι Απρίλιο-Μάιο, στην Ανγκόλα από Μάιο μέχρι Νοέμβριο-Δεκέμβριο, στην Α. Αφρική από Ιούνιο έως Δεκέμβριο-Ιανουάριο και στη Νότια Αφρική από τον Αύγουστο έως τον Ιανουάριο.
Η φωλιά έχει διαστάσεις 60 έως 90 εκ. πλάτος και 30 έως 60 εκ. ύψος, κατασκευάζεται δε σε 6-60 μ. ύψος από το έδαφος στην κορυφή φοινίκων, μπαομπάμπ, καπόκ (Bombax sp.) και άλλων μεγάλων δένδρων. Δομείται από μεγάλα κλαδιά και επιστρώνεται με μεγάλα φύλλα, σιζάλ (Agave sp. ), ταξιανθίες από φοίνικες, αλλά και περιττώματα.
Η γέννα αποτελείται από ένα (1) μόνον αβγό, το οποίο επωάζεται και από τους δύο γονείς, για περίπου 35-50 ημέρες. Το νεαρό πουλί αφήνει τη φωλιά σε 85 με 90 ημέρες.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ο Γυποϊέραξ είναι αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, ένας από τους γύπες του Παλαιού Κόσμου. Απαντά αποκλειστικά στην αφρικανική ήπειρο, η επιστημονική του ονομασία είναι Γυποϊέραξ της Ανγκόλα, (Gypohierax angolensis) και δεν περιλαμβάνει υποείδη. Ο γυποϊέραξ είναι περισσότερο γνωστός για τις διατροφικές συνήθειές του, σπάνιες για αρπακτικό της κατηγορίας του, να καταναλώνει τους καρπούς του δένδρου Ααβόρα (Elaeis guineensis), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τρέφεται και με ζωική ύλη.
Η λατινική ονομασία του γένους, Gypohierax, έχει ελληνική προέλευση και προέρχεται από τη σύνθεση των επί μέρους λέξεων gyps «γύπας» + hierax «γεράκι», με προφανή σημασία, αλλά άγνωστη αιτιολογία, πιθανόν λόγω του -σχετικά- μικρού του μεγέθους.
Η (νεο-)λατινική ονομασία του είδους, angolensis παραπέμπει σε μία από τις χώρες (Ανγκόλα) της γεωγραφικής κατανομής του πτηνού.
Η αγγλική λαϊκή του ονομασία είναι Palm-nut Vulture, που σημαίνει «γύπας των καρπών του κοκκοφοίνικα» και, προφανώς, σχετίζεται με τις διατροφικές του συνήθειες.
Ιερακόμορφα | Αετίδαι, (Accipitridae) | Γύπες (Gyps)
Συστηματική Ταξινομική: Ο γυποϊέραξ αποτελεί μονοτυπικό γένος (Gypohierax) και είδος (angolensis), εντός της οικογενείας των Αετιδών (Accipitridae), δηλαδή δεν περιλαμβάνει περαιτέρω είδη και υποείδη, σε κάθε αντίστοιχη ταξινομική μονάδα.
Εν τούτοις, η συστηματική του θέση εντός της οικογενείας είναι ασαφής. Πρόσφατες μοριακές γενετικές μελέτες μιτοχονδριακού και πυρηνικού DNA δείχνουν ότι πρέπει να ταξινομηθεί στην υποοικογένεια Γυπαετίνες (Gypaetinae) που περιλαμβάνει αποκλειστικά τους γύπες του Παλαιού Κόσμου. Φαίνεται να συνδέεται φυλογενετικά με τρία άλλα είδη τα Eutriorchis astur, Gypaetus barbatus (γυπαετός) και Neophron percnopterus (ασπροπάρης). Ωστόσο, η κατά Howard & Moore συστηματική ταξινομική καθώς και η ITIS, δεν έχουν αποδεχθεί –τουλάχιστον ακόμη- τη συγκεκριμένη υποοικογένεια και εξακολουθούν να τοποθετούν το γένος στην υποοικογένεια Accipitrinae.
Γεωγραφική κατανομή: Ο γυποϊέραξ απαντά αποκλειστικά στην Αφρική, ως επιδημητικό των περιοχών όπου κατανέμεται. Η εξάπλωσή του περιλαμβάνει όλες σχεδόν τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές πάνω και κάτω από τον Ισημερινό, (Μάλι, Νιγηρία, Νότιο Σουδάν), περίπου μεταξύ των γεωγραφικών πλατών 15°Β και 29°Ν. Βόρεια εκτείνεται μέχρι τις υποσαχαρινές χώρες και νότια μέχρι την Ανγκόλα, την Β. Ναμίμπια και την Α. ΝΑ. Νότια Αφρική. Στα δυτικά η κατανομή φθάνει στις ατλαντικές ακτές της Σενεγάλης και της Γκάμπια, ενώ στα ανατολικά μέχρι τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού στην Κένυα, την Τανζανία και την Μοζαμβίκη. Η συνολική επικράτεια του είδους καλύπτει επιφάνεια 11,3 χμ², περίπου. Στα βόρεια και κεντρικά γεωγραφικά πλάτη του εύρους του, είναι κοινό πτηνό -μερικές φορές σε αφθονία-, αλλά γίνεται πιο σπάνιο στα νότια και ανατολικά.
Μεταναστευτικές οδοί: Το είδος απαρτίζεται από επιδημητικούς πληθυσμούς, δηλαδή τα -ενήλικα- άτομα της κάθε επί μέρους περιοχής είναι καθιστικά, ζουν και αναπαράγονται εντός, σχετικά, στενού γεωγραφικού πλαισίου και μετακινούνται μόνον τοπικά. Γενικά, δεν μετακινείται περισσότερο από μερικά χιλιόμετρα, αλλά τα νεαρά και ανώριμα άτομα καλύπτουν πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις, έως και 400 χιλιόμετρα μέσα στην περιοχή του Σαχέλ και μέχρι 1.300 χιλιόμετρα πιο νότια από τις νοτιότερες θέσεις αναπαραγωγής.
Βιότοπος: Ο γυποϊέραξ είναι είδος άρρηκτα συνδεδεμένο με τις θέσεις διατροφής του, γι’ αυτό και συχνάζει στα δάση που περιλαμβάνουν φοίνικες με ελαιοπαραγωγούς καρπούς (βλ Διατροφή). Επίσης, φωλιάζει κοντά στο νερό, ιδιαίτερα στις καλλιεργημένες περιοχές, όπου σχηματίζει αποικίες, ή σε υγρές σαβάνες. Πολύ συχνά απαντά σε κατοικημένες, αστικές ή περιαστικές περιοχές, επειδή ανέχεται την παρουσία του ανθρώπου. Μπορεί να παρατηρηθεί από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και στα 1800 μέτρα, σε κάποιες ορεινές θέσεις.
Μορφολογία: Ο γυποϊέραξ είναι μεσαίου μεγέθους γύπας, με πλατιές αλλά σχετικά κοντές πτέρυγες, μικρή στρογγυλή ουρά, μικρό κεφάλι και ογκώδες ράμφος. Το πρόσωπό του -διαγνωστικό στοιχείο στους γύπες- είναι σε μεγάλο βαθμό άπτερο, ενώ μία ακόμη άπτερη ζώνη εκτείνεται από τη βάση της γναθοθήκης προς τα πίσω, έως περίπου κάτω από τα ωτικά καλυπτήρια.
Το μήκος του σώματος είναι 57-65 εκατοστά, άνοιγμα φτερών 135-155 εκατοστά και το βάρος του 1,2-1,8 κιλά.
Τα θηλυκά είναι ελαφρώς μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα αρσενικά, κατά τα άλλα, τα φύλα δεν διαφέρουν σημαντικά.
Τα ενήλικα πουλιά έχουν ιδιαίτερο πτέρωμα σε χρωματιστούς. Τα φτερά της ωμοπλάτης (scapulars), τα μεγάλα άνω στέγαστρα, οι άκρες των πρωτευόντων ερετικών και οι βάσεις των πηδαλιωδών της ουράς είναι μαύρα. Το σύνολο του υπολοίπου πτερώματος έρχεται σε μεγάλη αντίθεση, έχοντας λευκό χρώμα. Η άπτερη περιοχή του προσώπου είναι κόκκινη ή πορτοκαλοκόκκινη και η ίριδα κίτρινη. Το ράμφος είναι κίτρινο και το κήρωμα του ράμφους μπλε-γκρι. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν ανοικτό πορτοκαλί προς καφετί-κίτρινο χρώμα.
Τα νεαρά άτομα, όμως, έχουν εντελώς διαφορετικά χρώματα, με το απαλό μπεζ-καφέ να κυριαρχεί στο πτέρωμά τους. Το πάνω μέρος της ράχης και τα φτερά της ωμοπλάτης είναι σκούρα καφέ, οι πτέρυγες και η ουρά ακόμα πιο σκούρες, μαυριδερές-καφέ. Το άπτερο δέρμα στο κεφάλι είναι κιτρινόγκριζο ή καφεκίτρινο και η ίριδα σκούρα καφέ. Το ράμφος και το κήρωμα είναι κιτρινωπά-γκρι, οι ταρσοί και τα πόδια «βρώμικο» λευκό προς γκρι-καφέ. Η τελική έκδυση στο πτέρωμα των ενηλίκων επιτυγχάνεται σε ηλικία 4 ετών.
Τροφή: Ο γυποϊέραξ θεωρείται «παράδοξος» γύπας, από διατροφική άποψη, διότι το διαιτολόγιό του αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από καρπούς και, μάλιστα, συγκεκριμένους. Το φυτικό υλικό μπορεί να απαρτίζει το 58% έως 65% της διατροφής των ενήλικων πτηνών, ενώ στα νεαρά πουλιά φθάνει μέχρι και το 92%. Η κύρια τροφή στα περισσότερα μέρη της επικρατείας του είδους είναι οι καρποί των φοινίκων Ράφια (Raffia sp.) και Ααβόρα (Elaeis guineensis), που καλλιεργούνται ευρύτατα, ιδίως το δεύτερο, για το μεγάλης οικονομικής σημασίας φοινικέλαιο (palm oil) των καρπών τους.
Ωστόσο, στο διαιτολόγιο του γύπα περιλαμβάνονται, επίσης, ψάρια και μικρά σπονδυλωτά όλων των ειδών, αλλά και ασπόνδυλα όπως σαλιγκάρια, καβούρια κ.α., και θνησιμαία όλων των μεγεθών. Επομένως, από γενική άποψη, το διαιτολόγιό του είναι όπως εκείνο των άλλων γυπών (παμφάγο), εάν εξαιρέσει κανείς τους καρπούς.
Το κυνήγι της λείας γίνεται από κρυψώνα ή με εναέρια αναζήτηση, σε μαγκρόβια οικοσυστήματα και στις όχθες των ποταμών, ή ακόμη και με απλό περπάτημα, σε απογυμνωμένες εκτάσεις -λόγω δασικών πυρκαγιών. Τα ψάρια συλλαμβάνονται με χαμηλές πτήσεις πάνω από την επιφάνεια του νερού. Όσο για τους καρπούς, αυτοί συλλέγονται με «αναρρίχηση» στα δένδρα και καταναλώνονται με τρόπο ανάλογο του τύπου και του μεγέθους τους, άλλοι ολόκληροι και άλλοι σε κομμάτια, αφού πρώτα τεμαχισθούν με το ισχυρό ράμφος.
Αναπαραγωγή: Ο γυποϊέραξ αναπαράγεται κατά μεμονωμένα ζεύγη. Το τελετουργικό ερωτοτροπίας αποτελείται από απλούς, ενιαίους εναέριους κύκλους και περιστροφές γύρω από τον εαυτό τους, ενώ μερικές φορές τα πουλιά πραγματοποιούν κάθετες εφορμήσεις. Η αναπαραγωγική περίοδος ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική κατανομή. Στη Δ. και Κ. Αφρική πραγματοποιείται από τον Οκτώβριο-Νοέμβριο, μέχρι Απρίλιο-Μάιο, στην Ανγκόλα από Μάιο μέχρι Νοέμβριο-Δεκέμβριο, στην Α. Αφρική από Ιούνιο έως Δεκέμβριο-Ιανουάριο και στη Νότια Αφρική από τον Αύγουστο έως τον Ιανουάριο.
Η φωλιά έχει διαστάσεις 60 έως 90 εκ. πλάτος και 30 έως 60 εκ. ύψος, κατασκευάζεται δε σε 6-60 μ. ύψος από το έδαφος στην κορυφή φοινίκων, μπαομπάμπ, καπόκ (Bombax sp.) και άλλων μεγάλων δένδρων. Δομείται από μεγάλα κλαδιά και επιστρώνεται με μεγάλα φύλλα, σιζάλ (Agave sp. ), ταξιανθίες από φοίνικες, αλλά και περιττώματα.
Η γέννα αποτελείται από ένα (1) μόνον αβγό, το οποίο επωάζεται και από τους δύο γονείς, για περίπου 35-50 ημέρες. Το νεαρό πουλί αφήνει τη φωλιά σε 85 με 90 ημέρες.
Απειλές: Το είδος δεν διώκεται, γενικά, αλλά επηρεάζεται από την απώλεια των ενδιαιτημάτων του, ιδίως στη Δ. Αφρική. Αυτό, εν μέρει αντισταθμίζεται από την επέκταση των φυτειών φοίνικα που αποτελούν πηγή τροφής, αλλά έχουν περιορισμένες ευκαιρίες ωοτοκίας, πιθανώς ως αποτέλεσμα της όχλησης από τις διαδικασίες συγκομιδής των καρπών. Οι επεκτάσεις των πληθυσμών του στην Αγκόλα και τη Νότια Αφρική αποδίδεται ακριβώς στην επέκταση των φυτειών φοίνικα σε αυτές τις περιοχές. Υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός στις θέσεις φωλιάσματος με το γεράκι Falco cuvierii. Το είδος δεν είναι πιθανό να είναι ευάλωτo στα φυτοφάρμακα.
Κατάσταση πληθυσμού: Στις αρχές του 1990, ο παγκόσμιος πληθυσμός του είδους εκτιμάται ότι ήταν περίπου 240.000 άτομα, ενώ πιο πρόσφατα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα. Είναι αρκετά κοινό, τουλάχιστον σε κάποια τμήματα της περιοχής του, ενώ σε πολλές δασικές περιοχές στα πεδινά της Δ. και Κ. Αφρική, είναι το πιο κοινό από τα μεγάλα αρπακτικά. Οι πληθυσμοί του παραμένουν σταθεροί, ως εκ τούτου έχει ταξινομηθεί ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), από την IUCN.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ετικέτες:
Γύπες
Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Γυποϊέραξ