Λιβαδόκιρκος, κίρκος ο πύγαργος (Circus pygargus)
Αρσενικό: Κεφάλι-λαιμός-ράχη, ουροπύγιο τεφρό. Δύο στενές μαύρες λωρίδες στο κέντρο της φτερούγας. Μαύρα πρωτεύοντα (πάνω και κάτω). Κοιλιά, κάτω φτερούγες-μηροί, υπόλευκοι με καστανές ραβδώσεις.
Θηλυκό: Κεφάλι-ράχη-ουρά-φτερούγες καστανόμαυρα. Λευκό ουροπύγιο και στο κάτω μέρος με ραβδώσεις καστανές. Λάρυγγας-κοιλιά και φτερούγες και από κάτω με μαύρες λωρίδες. Στην Ελλάδα το πρώτο φώλιασμα του λιβαδόκιρκου καταγράφηκε στις αρχές του '80 (Λ.Χειμαδίτιδα). Έκτοτε βρέθηκαν και άλλες φωλιές, μόνον όμως σε περιοχές της Φλώρινας, Καστοριάς, Κοζάνης και Κιλκίς (αλλά πιθανώς και στο βόρειο τμήμα του Ν. Έβρου, κοντά στην Ορεστιάδα) (Handrinos & Akriotis 1997).
Ιερακόμορφα | Αετίδαι, (Accipitridae) | Κίρκοι (Circus)
Ο Λιβαδόκιρκος περνά από την πατρίδα μας κατά τη μετανάστευση, το φθινόπωρο και την άνοιξη και τότε τον συναντάμε ακόμα και στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και στις Κυκλάδες. Τα πρώτα πουλιά καταφθάνουν στην Ελλάδα μέσα Απριλίου και αναχωρούν νωρίς τον Αύγουστο για την Ανατολική Αφρική, όπου θα ξεχειμωνιάσουν, νότια της Σαχάρας ή και πετούν μακρύτερα, με προορισμό την Ινδία. Ο Λιβαδόκιρκος ταξιδεύει μόνος ή, σπανιότερα, σε μικρές ομάδες.
Ο συνολικός του πληθυσμός υπολογίζεται σε 20-30 ζευγ. και θεωρείται σταθερός, αν και απομονωμένος. Το είδος είναι πολύ πιο κοινό κατά τη μετανάστευση, κυρίως όμως την άνοιξη, με αιχμή τα μέσα/τέλη Απριλίου (Χανδρινός 1992, Handrinos & Akriotis 1997, Μπούσμπουρας 2002, 2003, Μπούσμπουρας & Μπουρδάκης 1999, Μπούσμπουρας και συν. 2008, Μπούσμπουρας αδημ. δεδομένα., Μπούσμπουρας & Γεωργιάδης αδημ. δεδομένα). Ένα άτομο δακτυλιωμένο στην Εσθονία βρέθηκε στη Λακωνία (Ακριώτης & Χανδρινός 2004 ).
Ποσοστό του πληθυσμού του είδους που βρίσκεται στην Ελλάδα: <1% του ευρωπαϊκού.
Οικολογία: Ο Λιβαδόκιρκος προτιμάει τα πεδινά ανοιχτά μέρη και κυρίως τους αγρούς με τα σιτηρά, τα λιβάδια ή τους χερσοτόπους κοντά σε υγροτόπους ενώ την περίοδο της μετανάστευσης κινείται κυρίως σε παράκτιες περιοχές. Φωλιάζει στο έδαφος σε αγρούς κυρίως δημητριακών, υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι μπορεί να φωλιάζει και σε αλπικά λιβάδια. Τρέφεται με μικρά πουλιά, θηλαστικά, ερπετά και μεγάλα έντομα.
Αναπαραγωγή: Γεννά 4-5 αυγά, τα κλωσσά 27-30 ημέρες. Ζει 16 χρόνια.
Απειλές: Επειδή το είδος φωλιάζει στο έδαφος σε αγρούς, οι φωλιές του καταστρέφονται συχνά από τα γεωργικά μηχανήματα κατά το θερισμό. Επίσης απειλείται από την εντατικοποίηση των καλλιεργειών, τα φυτοφάρμακα και (σε περιορισμένη κλίμα-
κα πλέον) τη λαθροθηρία, κυρίως κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση.
Μέτρα διατήρησης που υπάρχουν: Προστατευόμενο είδος, αλλά ελάχιστο μόνον μέρος του αναπαραγόμενου στην Ελλάδα πληθυσμού απαντάται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.
Μέτρα διατήρησης που απαιτούνται: Χρειάζεται πλήρης απογραφή των αναπαραγόμενων ζευγαριών και μελέτη της βιολογίας και οικολογίας του είδους και των απειλών που αντιμετωπίζει. Απαιτείται επίσης η θεσμοθέτηση και άλλων προστατευόμενων περιοχών (ΖΕΠ) για το είδος. Είναι επίσης αναγκαία η λήψη και εφαρμογή αγροπεριβαλλοντικών μέτρων για την προστασία των φωλιών, σε συνδυασμό με προγράμματα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των αγροτών, καθώς και έλεγχος της λαθροθηρίας, κυρίως στα νησιά, κατά τη μετανάστευση.
Αρσενικό: Κεφάλι-λαιμός-ράχη, ουροπύγιο τεφρό. Δύο στενές μαύρες λωρίδες στο κέντρο της φτερούγας. Μαύρα πρωτεύοντα (πάνω και κάτω). Κοιλιά, κάτω φτερούγες-μηροί, υπόλευκοι με καστανές ραβδώσεις.
Θηλυκό: Κεφάλι-ράχη-ουρά-φτερούγες καστανόμαυρα. Λευκό ουροπύγιο και στο κάτω μέρος με ραβδώσεις καστανές. Λάρυγγας-κοιλιά και φτερούγες και από κάτω με μαύρες λωρίδες. Στην Ελλάδα το πρώτο φώλιασμα του λιβαδόκιρκου καταγράφηκε στις αρχές του '80 (Λ.Χειμαδίτιδα). Έκτοτε βρέθηκαν και άλλες φωλιές, μόνον όμως σε περιοχές της Φλώρινας, Καστοριάς, Κοζάνης και Κιλκίς (αλλά πιθανώς και στο βόρειο τμήμα του Ν. Έβρου, κοντά στην Ορεστιάδα) (Handrinos & Akriotis 1997).
Ιερακόμορφα | Αετίδαι, (Accipitridae) | Κίρκοι (Circus)
Ο Λιβαδόκιρκος περνά από την πατρίδα μας κατά τη μετανάστευση, το φθινόπωρο και την άνοιξη και τότε τον συναντάμε ακόμα και στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και στις Κυκλάδες. Τα πρώτα πουλιά καταφθάνουν στην Ελλάδα μέσα Απριλίου και αναχωρούν νωρίς τον Αύγουστο για την Ανατολική Αφρική, όπου θα ξεχειμωνιάσουν, νότια της Σαχάρας ή και πετούν μακρύτερα, με προορισμό την Ινδία. Ο Λιβαδόκιρκος ταξιδεύει μόνος ή, σπανιότερα, σε μικρές ομάδες.
Ο συνολικός του πληθυσμός υπολογίζεται σε 20-30 ζευγ. και θεωρείται σταθερός, αν και απομονωμένος. Το είδος είναι πολύ πιο κοινό κατά τη μετανάστευση, κυρίως όμως την άνοιξη, με αιχμή τα μέσα/τέλη Απριλίου (Χανδρινός 1992, Handrinos & Akriotis 1997, Μπούσμπουρας 2002, 2003, Μπούσμπουρας & Μπουρδάκης 1999, Μπούσμπουρας και συν. 2008, Μπούσμπουρας αδημ. δεδομένα., Μπούσμπουρας & Γεωργιάδης αδημ. δεδομένα). Ένα άτομο δακτυλιωμένο στην Εσθονία βρέθηκε στη Λακωνία (Ακριώτης & Χανδρινός 2004 ).
Ποσοστό του πληθυσμού του είδους που βρίσκεται στην Ελλάδα: <1% του ευρωπαϊκού.
Οικολογία: Ο Λιβαδόκιρκος προτιμάει τα πεδινά ανοιχτά μέρη και κυρίως τους αγρούς με τα σιτηρά, τα λιβάδια ή τους χερσοτόπους κοντά σε υγροτόπους ενώ την περίοδο της μετανάστευσης κινείται κυρίως σε παράκτιες περιοχές. Φωλιάζει στο έδαφος σε αγρούς κυρίως δημητριακών, υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι μπορεί να φωλιάζει και σε αλπικά λιβάδια. Τρέφεται με μικρά πουλιά, θηλαστικά, ερπετά και μεγάλα έντομα.
Αναπαραγωγή: Γεννά 4-5 αυγά, τα κλωσσά 27-30 ημέρες. Ζει 16 χρόνια.
Απειλές: Επειδή το είδος φωλιάζει στο έδαφος σε αγρούς, οι φωλιές του καταστρέφονται συχνά από τα γεωργικά μηχανήματα κατά το θερισμό. Επίσης απειλείται από την εντατικοποίηση των καλλιεργειών, τα φυτοφάρμακα και (σε περιορισμένη κλίμα-
κα πλέον) τη λαθροθηρία, κυρίως κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση.
Μέτρα διατήρησης που υπάρχουν: Προστατευόμενο είδος, αλλά ελάχιστο μόνον μέρος του αναπαραγόμενου στην Ελλάδα πληθυσμού απαντάται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.
Μέτρα διατήρησης που απαιτούνται: Χρειάζεται πλήρης απογραφή των αναπαραγόμενων ζευγαριών και μελέτη της βιολογίας και οικολογίας του είδους και των απειλών που αντιμετωπίζει. Απαιτείται επίσης η θεσμοθέτηση και άλλων προστατευόμενων περιοχών (ΖΕΠ) για το είδος. Είναι επίσης αναγκαία η λήψη και εφαρμογή αγροπεριβαλλοντικών μέτρων για την προστασία των φωλιών, σε συνδυασμό με προγράμματα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των αγροτών, καθώς και έλεγχος της λαθροθηρίας, κυρίως στα νησιά, κατά τη μετανάστευση.
Τα είδη που συναντούνται στην Ελλάδα:
στεπόκιρκος, κίρκος ο μακρόουρος (Circus macrourus)
(Pallid Harrier) Mεταναστευτικό πουλί και συχνάζει σε ημιερήμους και στέπες έως τα 2.000 μέτρα, ενώ οι προτιμώμενες περιοχές ωοτοκίας είναι τα λιβάδια κοντά σε μικρά ποτάμια και λίμνες. Γεννά τέσσερα μέχρι πέντε αβγά, και η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 28-30 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή. Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό.
καλαμόκιρκος, κίρκος ο χαλκόχρωμος (Circus aeruginosus)
(Western Marsh-harrier) Μεταναστευτικό πουλί και αναπαράγεται σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος και ο πιο κοινός από όλους τους κίρκους που συναντάμε στον τόπο μας. Συναντάται σε υγροτόπους, ιδίως εκείνους που είναι πλούσιοι σε καλαμιώνες. Η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, με το αρσενικό να την εφοδιάζει με τροφή και διαρκεί 33-38 ημέρες. Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό, ενώ το αρσενικό προμηθεύει την τροφή. Κατόπιν, κυνηγούν και οι δύο γονείς ταυτόχρονα.
βαλτόκιρκος, χειμωνόκιρκος, κίρκος ο κυανούς (Circus cyaneus)
(Hen Harrier) Mεταναστευτικό πουλί. Aπαντάται μόνον ως διαβατικός χειμερινός επισκέπτης, σε μεγάλες ανοικτές, υγρές περιοχές, υφάλμυρους βάλτους και υγρά χωράφια. Το κτίσιμο της φωλιάς γίνεται κυρίως από το θηλυκό στο έδαφος με την τοποθέτηση ενός στρώματος από κλαδιά, επιστρωμένο με μαλακά χόρτα. Η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 29-39 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή.
λιβαδόκιρκος, κίρκος ο πύγαργος (Circus pygargus)
(Montagu’s Harrier) Είναι είδος των πεδινών περιοχών, που φωλιάζει κυρίως στις κοιλάδες ποταμών, πεδιάδες, και στα μέρη που γειτνιάζουν με τις λίμνες και τη θάλασσα. Η φωλιά κατασκευάζεται στο έδαφος από καλάμια, ξερόκλαδα και σκληρό γρασίδι, επιστρωμένη με μαλακό χορτάρι και με διάμετρο 30-40 εκατοστών. Γεννά τέσσερα μέχρι πέντε αβγά, και η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 27-40 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή. Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό.
στεπόκιρκος, κίρκος ο μακρόουρος (Circus macrourus)
(Pallid Harrier) Mεταναστευτικό πουλί και συχνάζει σε ημιερήμους και στέπες έως τα 2.000 μέτρα, ενώ οι προτιμώμενες περιοχές ωοτοκίας είναι τα λιβάδια κοντά σε μικρά ποτάμια και λίμνες. Γεννά τέσσερα μέχρι πέντε αβγά, και η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 28-30 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή. Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό.
καλαμόκιρκος, κίρκος ο χαλκόχρωμος (Circus aeruginosus)
(Western Marsh-harrier) Μεταναστευτικό πουλί και αναπαράγεται σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος και ο πιο κοινός από όλους τους κίρκους που συναντάμε στον τόπο μας. Συναντάται σε υγροτόπους, ιδίως εκείνους που είναι πλούσιοι σε καλαμιώνες. Η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, με το αρσενικό να την εφοδιάζει με τροφή και διαρκεί 33-38 ημέρες. Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό, ενώ το αρσενικό προμηθεύει την τροφή. Κατόπιν, κυνηγούν και οι δύο γονείς ταυτόχρονα.
βαλτόκιρκος, χειμωνόκιρκος, κίρκος ο κυανούς (Circus cyaneus)
(Hen Harrier) Mεταναστευτικό πουλί. Aπαντάται μόνον ως διαβατικός χειμερινός επισκέπτης, σε μεγάλες ανοικτές, υγρές περιοχές, υφάλμυρους βάλτους και υγρά χωράφια. Το κτίσιμο της φωλιάς γίνεται κυρίως από το θηλυκό στο έδαφος με την τοποθέτηση ενός στρώματος από κλαδιά, επιστρωμένο με μαλακά χόρτα. Η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 29-39 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή.
λιβαδόκιρκος, κίρκος ο πύγαργος (Circus pygargus)
(Montagu’s Harrier) Είναι είδος των πεδινών περιοχών, που φωλιάζει κυρίως στις κοιλάδες ποταμών, πεδιάδες, και στα μέρη που γειτνιάζουν με τις λίμνες και τη θάλασσα. Η φωλιά κατασκευάζεται στο έδαφος από καλάμια, ξερόκλαδα και σκληρό γρασίδι, επιστρωμένη με μαλακό χορτάρι και με διάμετρο 30-40 εκατοστών. Γεννά τέσσερα μέχρι πέντε αβγά, και η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 27-40 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή. Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό.