Βασιλαετός (Aquila heliaca)
Ο Βασιλαετός (Aquila heliaca) είναι ένα από τα σπανιότερα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης με κατανομή από τη νοτιοανατολική Ευρώπη έως τη λίμνη Βαϊκάλη και το βόρειο Πακιστάν. Στην Ευρώπη το είδος εμφανίζεται κυρίως στα Καρπάθια, στα νότια και ανατολικά Βαλκάνια, στους λόφους και στις στέπες της νοτιοανατολικής Ουκρανίας και της Ρωσίας.
Η εκτίμηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού του Βασιλαετού ήταν μέχρι πρόσφατα 363-604 ζευγάρια. Οι τελευταίες όμως έρευνες στην άγνωστη φύση της ανατολικής Ευρώπης, ανατρέπουν αυτά τα δεδομένα, καθώς μόνο στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, ο πληθυσμός του είδους εκτιμάται πλέον σε 600-900 ζευγάρια.
Ιερακόμορφα | Αετίδαι, (Accipitridae) | Αετίδαι, (Aquila)
Πληθυσμός. Ο Βασιλαετός φώλιαζε στην Ελλάδα και το τελευταίο επιβεβαιωμένο φώλιασμα έγινε στο δάσος της Δαδιάς (Νομός Έβρου)το 1990 . Έκτοτε, δεν υπάρχουν αποδείξεις φωλιάσματος, όμως από το 1996 και μετά όταν εντατικοποιήθηκε η έρευνα σε απομακρυσμένες περιοχές ανακαλύφθηκαν 3 ζευγάρια.
Οικολογία. Ο κύριος βιότοπος του Βασιλαετού κατά την περίοδο της αναπαραγωγής είναι ανοιχτές πεδιάδες και στέπες με αραιά δέντρα και δάση. Λόγω της καταδίωξής του από τον άνθρωπο, το είδος σε πολλά μέρη έχει αποτραβηχτεί σε δάση σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές (κυρίως μέχρι 1.000 μ.). Η τροφή του Βασιλαετού, που τη συλλαμβάνει στο έδαφος, αποτελείται κυρίως από θηλαστικά, λαγόγυρους (Citellus citellus), Λαγούς, μικρά τρωκτικά, πουλιά, ερπετά και ψοφίμια, και μερικές φορές έντομα.
Πιθανές απειλές. Η εντατικοποίηση της γεωργίας και η βαθμιαία αντικατάσταση των πλούσιων παραδοσιακών αγροτικών τοπίων από μονοκαλλιέργειες, οδήγησε στη μείωση των πληθυσμών των ειδών που αποτελούν την τροφή του, όπως οι λαγόγυροι, και έχει συμβάλλει στην αφαίρεση πολλών ώριμων δέντρων που χρησιμεύουν για το φώλιασμα του είδους.
Παρουσίαση από την Ελληνική Ορνοθολογική Εταιρεία
του Αναστάσιου Σακούλη
Ο Βασιλαετός (Aquila heliaca) είναι ένα από τα σπανιότερα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης με κατανομή από τη νοτιοανατολική Ευρώπη έως τη λίμνη Βαϊκάλη και το βόρειο Πακιστάν. Στην Ευρώπη το είδος εμφανίζεται κυρίως στα Καρπάθια, στα νότια και ανατολικά Βαλκάνια, στους λόφους και στις στέπες της νοτιοανατολικής Ουκρανίας και της Ρωσίας.
Η εκτίμηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού του Βασιλαετού ήταν μέχρι πρόσφατα 363-604 ζευγάρια. Οι τελευταίες όμως έρευνες στην άγνωστη φύση της ανατολικής Ευρώπης, ανατρέπουν αυτά τα δεδομένα, καθώς μόνο στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, ο πληθυσμός του είδους εκτιμάται πλέον σε 600-900 ζευγάρια. Έτσι, λογικό επακόλουθο ήταν να προταθεί, ώστε το είδος να μη θεωρείται ως Τρωτό σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού το όριο γι’ αυτό είναι μόνο 1000 άτομα.
Στα νότια όμως της εξάπλωσής του, ο Βασιλαετός αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και η μείωση των πληθυσμών του συνεχίζεται. Στην Ελλάδα, κατατάσσεται, βάσει του Κόκκινου Βιβλίου, στα Κινδυνεύοντα Eίδη και είναι πλέον αμφίβολο εάν εξακολουθεί να φωλιάζει.
Το είδος βέβαια εξακολουθεί, παρά τη συνεχή μείωση, να φωλιάζει στις γειτονικές χώρες (εκτός ίσως από την Αλβανία) με περίπου 15 ζευγάρια στην ΠΓΔΜ, 20-25 ζευγάρια στη Βουλγαρία και 10-50 ζευγάρια στην Τουρκία.
O Βασιλαετός είναι κυρίως αποδημητικό είδος και σημαντικό μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού του, ξεχειμωνιάζει στη Μέση Ανατολή. Στην Ελλάδα, άτομα από βορειότερες χώρες, στην πλειοψηφία τους ανώριμα, επισκέπτονται και μερικά ξεχειμωνιάζουν, σ’ αρκετούς μεγάλους υγροτόπους όπως το Δέλτα του Καλαμά, τη Λίμνη Κερκίνη, τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και τα Δέλτα του Έβρου και του Αξιού αλλά και την Κρήτη. Κατά τη μετανάστευση παρατηρείται, πάντα σε μικρούς αριθμούς, ακόμη και στην Πελοπόννησο αλλά και σε μερικά νησιά.
Ο Βασιλαετός ήταν παλιότερα πολύ πιο διαδεδομένος σαν αναπαραγόμενο είδος στην Ελλάδα. Κατά τον περασμένα αιώνα, οι Reiser, Kruper, Lilford, Lindermayer, Erhard και άλλοι ερευνητές, έβλεπαν το είδος να αναπαράγεται στις πεδινές περιοχές της βόρειας και κεντρικής χώρας, συμπεριλαμβανομένων της Αττικής, της Ακαρνανίας και της Θεσσαλίας. Την ίδια εποχή επίσης υπάρχουν παρατηρήσεις του είδους στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια και στα Ιόνια Νησιά, αν και φώλιασμα σ’ αυτές τις περιοχές δεν αποδείχτηκε ποτέ.
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ο Βασιλαετός διατηρούσε καλούς πληθυσμούς φωλιάζοντας στις παρυφές των πεδιάδων της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας, ευνοημένος από τις παραδοσιακές χρήσεις γης και ιδιαίτερα την κτηνοτροφία στις πεδινές και ημιορεινές περιοχές. Αυτή η κατάσταση επικράτησε έως και τη δεκαετία του ‘40, κατά τη διάρκεια της οποίας, μόνο γύρω από τη Θεσσαλονίκη, όπως αναφέρει ο Makatsch, υπήρχαν 25 ζευγάρια, κυρίως στην περιοχή του τριπλού Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα.
Η κατάσταση όμως αρχίζει ν’ αλλάζει μετά τον πόλεμο, με την αποξήρανση των υγροτόπων, την εντατικοποίηση της γεωργίας και τη σταδιακή εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας στη χαμηλή ζώνη, που αποτελεί τον χώρο του Βασιλαετού.
Η αντικατάσταση των πλούσιων παραδοσιακών αγροτικών τοπίων από μονοκαλλιέργειες, οδήγησε στη μείωση των πληθυσμών των ειδών, όπως οι Λαγόγυροι, που αποτελούν την τροφή του και έχει συμβάλλει στην αφαίρεση πολλών ώριμων δέντρων που χρησιμεύουν για το φώλιασμα του είδους. Πιθανώς, την πιο δυσμενή επίδραση στο είδος έχει η δραματική μείωση των πεδινών δασών και η αποξήρανση των υγροτόπων.
Συνέπεια των σημαντικών αυτών αλλαγών στην ελληνική ύπαιθρο είναι η δραματική μείωση των πληθυσμών του Βασιλαετού κατά τη δεκαετία του ’60. Στις δεκαετίες του ‘70 και ‘80 το είδος εξακολουθεί να φωλιάζει κυρίως στη Θράκη και ίσως στη Μακεδονία και σύμφωνα με έρευνες, κατά το 1980-85 ο ελληνικός πληθυσμός του εκτιμάται σε 6-10 ζευγάρια. Το 1986 μόνο δύο ζευγάρια απέμεναν στην περιοχή του Έβρου, ενώ το τελευταίο επιβεβαιωμένο φώλιασμα, έγινε στο δάσος της Δαδιάς το 1991.
Στα τέλη Ιουνίου 1996, κατά τη διάρκεια έρευνας πεδίου από μέλη της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, παρατηρήθηκαν δύο ενήλικα και ένα ανώριμο άτομο Βασιλαετού στα Όρη Τσαμαντά, στα σύνορα με την Αλβανία. Το 1997 στα πλαίσια ερευνητικού προγράμματος για τον Βασιλαετό, επαναδιαπιστώθηκε η παρουσία του στην περιοχή με την παρατήρηση δύο ενήλικων ατόμων στις 18 Απριλίου 1997. Στη συνέχεια όμως, και παρ’ όλη την προσπάθεια οι Βασιλαετοί δεν ξαναεντοπίσθηκαν.
Ο Βασιλαετός φυσικά προστατεύεται από το νόμο (Απόφαση 414985/1985 ΥΠΓΕ), αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Το γεγονός ότι συχνάζει σε πεδινές, ευκολοπρόσιτες περιοχές, τον καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτο στο κυνήγι. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΕΚΠΑΖ λαμβάνει σχεδόν κάθε χρόνο από έναν πυροβολημένο νεαρό Βασιλαετό, φτάνοντας τα 10 άτομα στα 15 χρόνια λειτουργίας του, αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος για ένα τόσο σπάνιο πουλί.
Επειδή ευκαιριακά τρέφεται και με ψοφίμια, ο Βασιλαετός είναι πολύ ευάλωτος (όπως άλλωστε και άλλα μεγάλα αρπακτικά), στα δηλητηριασμένα δολώματα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση σαρκοφάγων θηλαστικών όπως η αλεπού και ο λύκος. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι το τελευταίο ζευγάρι που φώλιασε στο δάσος της Δαδιάς, εξοντώθηκε από δηλητήριο. Κατά τη διάρκεια της έρευνας του 1997, υπήρξε ένα πολύ σοβαρό περιστατικό με δόλωμα στον Τσαμαντά όπου βρέθηκαν νεκροί δύο Ασπροπάρηδες (Neophron percnopterus), προβληματίζοντας τα μέλη της αποστολής για την τύχη των δύο Βασιλαετών.
Σημαντικές απειλές σε άλλες χώρες και η θανάτωση Βασιλαετών σε ηλεκτροφόρα σύρματα και σε δόκανα, αλλά δεν είναι γνωστό αν έχουν εμφανιστεί τέτοια περιστατικά στην Ελλάδα. Έντονος επίσης είναι ο προβληματισμός για την εμπορία αυγών και ατόμων, που σε άλλες χώρες δυστυχώς ανθίζει. Στη χώρα μας, είναι άγνωστη η έκταση του προβλήματος, καθώς δεν υπάρχει οργανωμένη φύλαξη. Παρ’ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται τα κρούσματα εμπορίας ειδών της άγριας πανίδας, κυρίως από αλλοδαπούς.
Παρ’ όλα αυτά, με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε από την έρευνα του 1997, προκύπτει ότι οι περιοχές στις οποίες έγιναν επισκέψεις διατηρούν σε μεγάλο βαθμό αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απαιτεί ο Βασιλαετός και ότι με την κατάλληλη διαχείριση και λήψη μέτρων, που προκύπτουν από το Σχέδιο Δράσης, ίσως μπορέσει στο μέλλον το είδος να επαναεγκαταστήσει έναν αναπαραγωγικό πληθυσμό.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια οι παρατηρήσεις ενήλικων Βασιλαετών πυκνώνουν. Αρχές Μαρτίου 1999, δύο ενήλικοι παρατηρήθηκαν να παίζουν στην περιοχή ανάμεσα σε Παρνασσό και Γκιώνα, ενώ την ίδια περίπου στιγμή στη Δαδιά ένα μέλος ζευγαριού Βασιλαετών παρατηρήθηκε να κουβαλάει κλαδί. Οι ενδείξεις αυτές, παρότι αυτή τη στιγμή δεν είναι δόκιμο να εξαχθούν συμπεράσματα, έχουν γεμίσει με ελπίδες του Έλληνες ορνιθολόγους για το ενδεχόμενο το είδος να ξαναφωλιάσει στη χώρα μας. Εμείς θα είμαστε έτοιμοι να το προστατεύσουμε.
Η χώρα μας είναι υποχρεωμένη, βάσει του Σχέδιου Δράσης (Action Plan), να προβεί σε:
1.επέκταση του δικτύου προστατευόμενων περιοχών και στη διαχείριση των βασικών θέσεων του είδους,
2.προωθήση ενός σχεδίου αποκατάστασης του Βασιλαετού,
3.χαρακτηρισμός των περιοχών στις οποίες εμφανίζεται (αναπαράγεται ή ξεχειμωνιζει) ο Βασιλαετός ως Περιοχές Ειδικής Προστασίας (SPA) βάσει της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ,
4.εφαρμογή της απαγόρευσης χρήσης των δηλητηριασμένων δολωμάτων,
5.έρευνα της παλιάς κατανομής του είδους,
6.στενή παρακολούθηση (monitoring) της αναπαραγωγής του Βασιλαετού και
7.δράση για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού, ειδικά για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το είδος με το κυνήγι.
Ο Βασιλαετός (Aquila heliaca) είναι ένα από τα σπανιότερα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης με κατανομή από τη νοτιοανατολική Ευρώπη έως τη λίμνη Βαϊκάλη και το βόρειο Πακιστάν. Στην Ευρώπη το είδος εμφανίζεται κυρίως στα Καρπάθια, στα νότια και ανατολικά Βαλκάνια, στους λόφους και στις στέπες της νοτιοανατολικής Ουκρανίας και της Ρωσίας.
Η εκτίμηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού του Βασιλαετού ήταν μέχρι πρόσφατα 363-604 ζευγάρια. Οι τελευταίες όμως έρευνες στην άγνωστη φύση της ανατολικής Ευρώπης, ανατρέπουν αυτά τα δεδομένα, καθώς μόνο στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, ο πληθυσμός του είδους εκτιμάται πλέον σε 600-900 ζευγάρια.
Ιερακόμορφα | Αετίδαι, (Accipitridae) | Αετίδαι, (Aquila)
Πληθυσμός. Ο Βασιλαετός φώλιαζε στην Ελλάδα και το τελευταίο επιβεβαιωμένο φώλιασμα έγινε στο δάσος της Δαδιάς (Νομός Έβρου)το 1990 . Έκτοτε, δεν υπάρχουν αποδείξεις φωλιάσματος, όμως από το 1996 και μετά όταν εντατικοποιήθηκε η έρευνα σε απομακρυσμένες περιοχές ανακαλύφθηκαν 3 ζευγάρια.
Οικολογία. Ο κύριος βιότοπος του Βασιλαετού κατά την περίοδο της αναπαραγωγής είναι ανοιχτές πεδιάδες και στέπες με αραιά δέντρα και δάση. Λόγω της καταδίωξής του από τον άνθρωπο, το είδος σε πολλά μέρη έχει αποτραβηχτεί σε δάση σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές (κυρίως μέχρι 1.000 μ.). Η τροφή του Βασιλαετού, που τη συλλαμβάνει στο έδαφος, αποτελείται κυρίως από θηλαστικά, λαγόγυρους (Citellus citellus), Λαγούς, μικρά τρωκτικά, πουλιά, ερπετά και ψοφίμια, και μερικές φορές έντομα.
Πιθανές απειλές. Η εντατικοποίηση της γεωργίας και η βαθμιαία αντικατάσταση των πλούσιων παραδοσιακών αγροτικών τοπίων από μονοκαλλιέργειες, οδήγησε στη μείωση των πληθυσμών των ειδών που αποτελούν την τροφή του, όπως οι λαγόγυροι, και έχει συμβάλλει στην αφαίρεση πολλών ώριμων δέντρων που χρησιμεύουν για το φώλιασμα του είδους.
Παρουσίαση από την Ελληνική Ορνοθολογική Εταιρεία
του Αναστάσιου Σακούλη
Ο Βασιλαετός (Aquila heliaca) είναι ένα από τα σπανιότερα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης με κατανομή από τη νοτιοανατολική Ευρώπη έως τη λίμνη Βαϊκάλη και το βόρειο Πακιστάν. Στην Ευρώπη το είδος εμφανίζεται κυρίως στα Καρπάθια, στα νότια και ανατολικά Βαλκάνια, στους λόφους και στις στέπες της νοτιοανατολικής Ουκρανίας και της Ρωσίας.
Η εκτίμηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού του Βασιλαετού ήταν μέχρι πρόσφατα 363-604 ζευγάρια. Οι τελευταίες όμως έρευνες στην άγνωστη φύση της ανατολικής Ευρώπης, ανατρέπουν αυτά τα δεδομένα, καθώς μόνο στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, ο πληθυσμός του είδους εκτιμάται πλέον σε 600-900 ζευγάρια. Έτσι, λογικό επακόλουθο ήταν να προταθεί, ώστε το είδος να μη θεωρείται ως Τρωτό σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού το όριο γι’ αυτό είναι μόνο 1000 άτομα.
Στα νότια όμως της εξάπλωσής του, ο Βασιλαετός αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και η μείωση των πληθυσμών του συνεχίζεται. Στην Ελλάδα, κατατάσσεται, βάσει του Κόκκινου Βιβλίου, στα Κινδυνεύοντα Eίδη και είναι πλέον αμφίβολο εάν εξακολουθεί να φωλιάζει.
Το είδος βέβαια εξακολουθεί, παρά τη συνεχή μείωση, να φωλιάζει στις γειτονικές χώρες (εκτός ίσως από την Αλβανία) με περίπου 15 ζευγάρια στην ΠΓΔΜ, 20-25 ζευγάρια στη Βουλγαρία και 10-50 ζευγάρια στην Τουρκία.
O Βασιλαετός είναι κυρίως αποδημητικό είδος και σημαντικό μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού του, ξεχειμωνιάζει στη Μέση Ανατολή. Στην Ελλάδα, άτομα από βορειότερες χώρες, στην πλειοψηφία τους ανώριμα, επισκέπτονται και μερικά ξεχειμωνιάζουν, σ’ αρκετούς μεγάλους υγροτόπους όπως το Δέλτα του Καλαμά, τη Λίμνη Κερκίνη, τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και τα Δέλτα του Έβρου και του Αξιού αλλά και την Κρήτη. Κατά τη μετανάστευση παρατηρείται, πάντα σε μικρούς αριθμούς, ακόμη και στην Πελοπόννησο αλλά και σε μερικά νησιά.
Ο Βασιλαετός ήταν παλιότερα πολύ πιο διαδεδομένος σαν αναπαραγόμενο είδος στην Ελλάδα. Κατά τον περασμένα αιώνα, οι Reiser, Kruper, Lilford, Lindermayer, Erhard και άλλοι ερευνητές, έβλεπαν το είδος να αναπαράγεται στις πεδινές περιοχές της βόρειας και κεντρικής χώρας, συμπεριλαμβανομένων της Αττικής, της Ακαρνανίας και της Θεσσαλίας. Την ίδια εποχή επίσης υπάρχουν παρατηρήσεις του είδους στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια και στα Ιόνια Νησιά, αν και φώλιασμα σ’ αυτές τις περιοχές δεν αποδείχτηκε ποτέ.
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ο Βασιλαετός διατηρούσε καλούς πληθυσμούς φωλιάζοντας στις παρυφές των πεδιάδων της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας, ευνοημένος από τις παραδοσιακές χρήσεις γης και ιδιαίτερα την κτηνοτροφία στις πεδινές και ημιορεινές περιοχές. Αυτή η κατάσταση επικράτησε έως και τη δεκαετία του ‘40, κατά τη διάρκεια της οποίας, μόνο γύρω από τη Θεσσαλονίκη, όπως αναφέρει ο Makatsch, υπήρχαν 25 ζευγάρια, κυρίως στην περιοχή του τριπλού Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα.
Η κατάσταση όμως αρχίζει ν’ αλλάζει μετά τον πόλεμο, με την αποξήρανση των υγροτόπων, την εντατικοποίηση της γεωργίας και τη σταδιακή εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας στη χαμηλή ζώνη, που αποτελεί τον χώρο του Βασιλαετού.
Η αντικατάσταση των πλούσιων παραδοσιακών αγροτικών τοπίων από μονοκαλλιέργειες, οδήγησε στη μείωση των πληθυσμών των ειδών, όπως οι Λαγόγυροι, που αποτελούν την τροφή του και έχει συμβάλλει στην αφαίρεση πολλών ώριμων δέντρων που χρησιμεύουν για το φώλιασμα του είδους. Πιθανώς, την πιο δυσμενή επίδραση στο είδος έχει η δραματική μείωση των πεδινών δασών και η αποξήρανση των υγροτόπων.
Συνέπεια των σημαντικών αυτών αλλαγών στην ελληνική ύπαιθρο είναι η δραματική μείωση των πληθυσμών του Βασιλαετού κατά τη δεκαετία του ’60. Στις δεκαετίες του ‘70 και ‘80 το είδος εξακολουθεί να φωλιάζει κυρίως στη Θράκη και ίσως στη Μακεδονία και σύμφωνα με έρευνες, κατά το 1980-85 ο ελληνικός πληθυσμός του εκτιμάται σε 6-10 ζευγάρια. Το 1986 μόνο δύο ζευγάρια απέμεναν στην περιοχή του Έβρου, ενώ το τελευταίο επιβεβαιωμένο φώλιασμα, έγινε στο δάσος της Δαδιάς το 1991.
Στα τέλη Ιουνίου 1996, κατά τη διάρκεια έρευνας πεδίου από μέλη της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, παρατηρήθηκαν δύο ενήλικα και ένα ανώριμο άτομο Βασιλαετού στα Όρη Τσαμαντά, στα σύνορα με την Αλβανία. Το 1997 στα πλαίσια ερευνητικού προγράμματος για τον Βασιλαετό, επαναδιαπιστώθηκε η παρουσία του στην περιοχή με την παρατήρηση δύο ενήλικων ατόμων στις 18 Απριλίου 1997. Στη συνέχεια όμως, και παρ’ όλη την προσπάθεια οι Βασιλαετοί δεν ξαναεντοπίσθηκαν.
Ο Βασιλαετός φυσικά προστατεύεται από το νόμο (Απόφαση 414985/1985 ΥΠΓΕ), αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Το γεγονός ότι συχνάζει σε πεδινές, ευκολοπρόσιτες περιοχές, τον καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτο στο κυνήγι. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΕΚΠΑΖ λαμβάνει σχεδόν κάθε χρόνο από έναν πυροβολημένο νεαρό Βασιλαετό, φτάνοντας τα 10 άτομα στα 15 χρόνια λειτουργίας του, αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος για ένα τόσο σπάνιο πουλί.
Επειδή ευκαιριακά τρέφεται και με ψοφίμια, ο Βασιλαετός είναι πολύ ευάλωτος (όπως άλλωστε και άλλα μεγάλα αρπακτικά), στα δηλητηριασμένα δολώματα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση σαρκοφάγων θηλαστικών όπως η αλεπού και ο λύκος. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι το τελευταίο ζευγάρι που φώλιασε στο δάσος της Δαδιάς, εξοντώθηκε από δηλητήριο. Κατά τη διάρκεια της έρευνας του 1997, υπήρξε ένα πολύ σοβαρό περιστατικό με δόλωμα στον Τσαμαντά όπου βρέθηκαν νεκροί δύο Ασπροπάρηδες (Neophron percnopterus), προβληματίζοντας τα μέλη της αποστολής για την τύχη των δύο Βασιλαετών.
Σημαντικές απειλές σε άλλες χώρες και η θανάτωση Βασιλαετών σε ηλεκτροφόρα σύρματα και σε δόκανα, αλλά δεν είναι γνωστό αν έχουν εμφανιστεί τέτοια περιστατικά στην Ελλάδα. Έντονος επίσης είναι ο προβληματισμός για την εμπορία αυγών και ατόμων, που σε άλλες χώρες δυστυχώς ανθίζει. Στη χώρα μας, είναι άγνωστη η έκταση του προβλήματος, καθώς δεν υπάρχει οργανωμένη φύλαξη. Παρ’ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται τα κρούσματα εμπορίας ειδών της άγριας πανίδας, κυρίως από αλλοδαπούς.
Παρ’ όλα αυτά, με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε από την έρευνα του 1997, προκύπτει ότι οι περιοχές στις οποίες έγιναν επισκέψεις διατηρούν σε μεγάλο βαθμό αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απαιτεί ο Βασιλαετός και ότι με την κατάλληλη διαχείριση και λήψη μέτρων, που προκύπτουν από το Σχέδιο Δράσης, ίσως μπορέσει στο μέλλον το είδος να επαναεγκαταστήσει έναν αναπαραγωγικό πληθυσμό.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια οι παρατηρήσεις ενήλικων Βασιλαετών πυκνώνουν. Αρχές Μαρτίου 1999, δύο ενήλικοι παρατηρήθηκαν να παίζουν στην περιοχή ανάμεσα σε Παρνασσό και Γκιώνα, ενώ την ίδια περίπου στιγμή στη Δαδιά ένα μέλος ζευγαριού Βασιλαετών παρατηρήθηκε να κουβαλάει κλαδί. Οι ενδείξεις αυτές, παρότι αυτή τη στιγμή δεν είναι δόκιμο να εξαχθούν συμπεράσματα, έχουν γεμίσει με ελπίδες του Έλληνες ορνιθολόγους για το ενδεχόμενο το είδος να ξαναφωλιάσει στη χώρα μας. Εμείς θα είμαστε έτοιμοι να το προστατεύσουμε.
Η χώρα μας είναι υποχρεωμένη, βάσει του Σχέδιου Δράσης (Action Plan), να προβεί σε:
1.επέκταση του δικτύου προστατευόμενων περιοχών και στη διαχείριση των βασικών θέσεων του είδους,
2.προωθήση ενός σχεδίου αποκατάστασης του Βασιλαετού,
3.χαρακτηρισμός των περιοχών στις οποίες εμφανίζεται (αναπαράγεται ή ξεχειμωνιζει) ο Βασιλαετός ως Περιοχές Ειδικής Προστασίας (SPA) βάσει της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ,
4.εφαρμογή της απαγόρευσης χρήσης των δηλητηριασμένων δολωμάτων,
5.έρευνα της παλιάς κατανομής του είδους,
6.στενή παρακολούθηση (monitoring) της αναπαραγωγής του Βασιλαετού και
7.δράση για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού, ειδικά για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το είδος με το κυνήγι.