Κότσυφας - Ορνιθοπανίδα Κότσυφας

Κότσυφας

Κότσυφας Κότσυφας ο κοινός, (Turdus merula)
Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών. Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει κίτρινο ράμφος και το θηλυκό μαύρο· φέρουν σκούρο καστανόμαυρο φτέρωμα στην άνω επιφάνεια του σώματος και γκριζωπό στην κοιλιά.
Στο τέλος του φθινοπώρου οι κ. που ζουν στις βορειότερες περιοχές μεταναστεύουν προς τον νότο.

Οικογένεια Κιχλίδες Turbidae

   
   
   
   
    
Ένα είδος κάπως μεγαλύτερο και πιο λεπτόσωμο είναι ο κ. ο λευκόστερνος ή κοτσυφότσιχλα (Turdus torquatus), με κύριο χρώμα σκούρο καστανόμαυρο και με λευκό στέρνο. Το είδος αυτό είναι διαδεδομένο κυρίως στη δυτική Ευρώπη, στη Μικρά Ασία και στο Ιράν.
(«τῶν δὲ κοττύφων δύο γένη ἐστίν ὁ μὲν ἕτερος μέλας τε καὶ πανταχοῡ ὤν, ὁ δὲ ἕτερος λευκός, τὸ δὲ μέγεθος ἴσος ἐκείνῳ», Αριστοτέλης)
Ενώ ο μαύρος κ. γεννά δύο (ακόμη και τρεις) φορές ετησίως, ο λευκόστερνος γεννά μόνο μία φορά τον χρόνο.
Αναπαραγωγή
Φωλιάζει σε θάμνους και δέντρα. Γεννά δύο έως τέσσερις φορές το χρόνο, από το Μάρτιο έως τον Αύγουστο, 3 έως 5 αυγά.

Βιότοπος εμφάνιση
Ο μαύρος κότσυφας (Τurdus merula) είναι στρουθιόμορφο πουλί διαδεδομένο σε όλη την Ευρώπη.
Παρατηρείται σε δάση, αγροτικές καλλιέργειες και σε πάρκα.
Είναι επιδημητικό πουλί. Εντοπίζεται σε όλη τη διάρκεια του έτους σε μεγαλύτερη συχνότητα το χειμώνα.

Τροφή
Τρέφεται με σκουλήκια, έντομα και ασπόνδυλα που βρίσκει ανασκαλεύοντας με το ράμφος και τα πόδια του το έδαφος και τα πεσμένα φύλλα. Η διατροφή του περιλαμβάνει επίσης ώριμα φρούτα που βρίσκει στη φύση από καλλιεργούμενα και αυτοφυή φυτά.
Κοσσυφίδες ή τουρδίδες
(turdidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών, που περιλαμβάνει πολλά πουλιά, όπως η τσίχλα, το αηδόνι, ο κότσυφας κ.ά. Τα πουλιά αυτά έχουν μήκος 12-26 εκ. και συνήθως ισχυρά πόδια. Όταν είναι ακόμα μικρά, έχουν κηλίδες στο φτέρωμά τους, αλλά αποκτούν διάφορα χρώματα όταν μεγαλώσουν, τα οποία ποικίλλουν από καφέ ή γκρίζο έως μπλε, με πιο κοινό χρωματισμό τον καστανοκόκκινο· τα αρσενικά μπορεί να έχουν πιο έντονα χρώματα από τα θηλυκά. Διαθέτουν ισχυρό ράμφος και μακριές φτερούγες. Τα περισσότερα ζουν στα δάση, όπου κρύβονται στα φυλλώματα των δέντρων, ενώ άλλα φωλιάζουν στο έδαφος ή μέσα σε κουφάλες δέντρων. Οι κ. διακρίνονται για το μελωδικό κελάηδισμά τους και τρέφονται με έντομα και άλλα ασπόνδυλα, καθώς και με σημαντικές ποσότητες καρπών ή άλλων φυτικών μερών. Γεννούν 2-6 αβγά, δύο με τρεις φορές τον χρόνο. Η οικογένεια αριθμεί περίπου 200 είδη που έχουν παγκόσμια εξάπλωση, με εξαίρεση τις αρκτικές περιοχές.

Μερικά παρόμοια είδη είναι τα εξής:
ο Γαλαζοκότσυφας, Blue Rock Thrush (Monticola solitarius)

Το αρσενικό έχει γαλάζιο φτέρωμα, ενώ το θηλυκό είναι καστανόχρωμο, το μήκος του είναι από 21 έως 23 εκατοστά και έχει μακρύ λεπτό ράμφος. Συναντάται σε ορεινά βραχώδη μέρη και σε βραχώδεις ακτές σε υψόμετρα έως και 3.000 μέτρα. Η περιοχή διανομής του Γαλαζοκότσυφα καλύπτει το σύνολο της Ευρώπης σε όλη την Ισπανία και την Πορτογαλία αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου. Στο νησιωτικό κράτος της Μάλτας ο Γαλαζοκότσυφας θεωρείται εθνικό πουλί και εμφανιζόταν στο προηγούμενο νόμισμα της χώρας, στη μαλτέζικη λίρα.
Εχει δυνατό, καθαρό, μελωδικό κελάιδησμα με μελαγχολικούς τόνους.
Είναι αποδημητικό πουλί εμφανίζεται στην Ευρώπη το Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο.
Φωλιάζει συνήθως σε κοιλότητες βράχων. Το θηλυκό γεννά τέσσερα με πέντε μπλε αυγά συνήθως με κόκκινα στίγματα κατά τον Μάιο. Η επώαση διαρκεί 12 έως 13 ημέρες και οι νεοσσοί μετά από 18 ημέρες περίπου στα μέσα Ιουνίου μπορούν να πετάξουν. Οι αρσενικοί νεοσσοί παίρνουν το χαρακτηριστικό τους φτέρωμα απο το δεύτερο ή τρίτο έτος.
Η διατροφή αποτελείται κυρίως από μια μεγάλη ποικιλία εντόμων, μικρά ερπετά και άγρια φρούτα.
Πετροκότσυφας ή Πορροκότσυφας (Monticola saxatilis)

Το μήκος του είναι περίπου 19 εκατοστά λίγο μικρότερο από την Κελαηδότσιχλα (Turdus philomelos). Το αρσενικό κατά την περίοδο της αναπαραγωγής έχει γκρίζο-μπλε κεφάλι, και πορτοκαλί το κάτω μέρος του σώματος και τα φτερά της ουράς, οι φτερούγες σκούρο καφέ. Τα θηλυκά και τα νεαρά πουλιά έχουν ανοιχτότερο χρωματισμό.
Συναντάται σε βουνοπλαγιές και λόφους που καλύπτονται με πέτρες. Αναπαράγεται στην νότια Ευρώπη, σε ολόκληρη την Κεντρική Ασία και στη βόρεια Κίνα, συνήθως σε υψόμετρα πάνω από τα 1500 μέτρα. Στη βόρεια Ευρώπη είναι σπάνιος επισκέπτης. Το φθινόπωρο μεταναστεύει στην Αφρική νότια της Σαχάρας.
Το αρσενικό κελαηδάει συνήθως από ένα βραχώδες ύψωμα αλλά και συχνά κατά την πτήση συνήθως στην κατάβαση.
Η φωλιά είναι χτισμένη σε σχισμές βράχων και σε κοιλώματα έως και επτά μέτρα ύψος, αλλά έχουν παρατηρηθεί, σπανιότερα και φωλιές στο έδαφος. Το θηλυκό γεννάει τέσσερα έως έξι αυγά και τα επωάζει από 14 έως 16 ημέρες. Μετά από περίπου 14 ημέρες οι νεοσσοί μπορούν να πετάξουν και παραμένουν στη φωλιά για άλλες δύο εβδομάδες. Τα ενήλικα αρσενικά διατηρούν το πολύχρωμο φτέρωμα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού.
Τρέφεται με έντομα, σκουλήκια, μικρά ερπετά και χυμώδεις καρπούς.
και ο Χιονοκότσυφας (Turdus torquatus).

Ο χιονοκότσυφας παρουσιάζει αραιή κατανομή σε όλη σχεδόν την Ευρώπη
(συμπεριλαμβανομένου του Καυκάσου) όπου φιλοξενεί το 95% του παγκόσμιου
πληθυσμού του είδους (310.000-670.000 ζευγάρια, BirdLife International 2004).
Μεταναστευτικό είδος, αρκετά άτομα ξεχειμωνιάζουν στην Μεσόγειο δημιουργώντας μικρές ομάδες. Στην Ελλάδα φώλιασμα του χιονοκότσυφα έχει εξακριβωθεί στην Ροδόπη, το όρος Όρβηλος στην Μακεδονία καθώς και στην Τύμφη και την περιοχή του Μετσόβου στην Ήπειρο (Hnadrinos & Akriotis 1997). O ελληνικός πληθυσμός εκτιμάται σε 50-100 ζευγάρια.
Ορεσίβιο είδος ο χιονοκότσυφας παρατηρείται σε απομονωμένες ορεινές περιοχές όπου φωλιάζει σε βραχώδεις εξάρσεις και σάρες. Γεννά αργά το Μάρτη με αρχές Απρίλη 4-5 αυγά τα οποία επωάζει για 14 ημέρες ενώ τα μικρά εγκαταλείπουν την φωλιά μετά από 2 περίπου εβδομάδες. Τρέφεται με έντομα και σκουλήκια αλλά και φρούτα δασικών θάμνων. Χωροκρατικό είδος δεν παρουσιάζει μεγάλη πυκνότητα στην ζώνη κατανομής του και παρατηρείται συνήθως σε ζευγάρια αν και σχηματίζε μικρά κοπάδια την περίοδο του χειμώνα συχνά μαζί με άλλες τσίχλες (Turdus spp.).

Υπάρχουν τα ακόλουθα είδη στο γένος Κιχλίδες (Turdus)




Κείμενο Ζιάκας Ηλίας

Ετικέτες: Κιχλίδες

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Κότσυφας

Back To Top