Κελαηδότσιχλα (Turdus philomelos)
Έχει μέγεθος περίπου 23 εκατοστά, είναι λίγο μικρότερη από την κεδρότσιχλα. Διακρίνεται από το ομοιόμορφο σκούρο καστανό πάνω φτέρωμα, την υπόλευκη απόχρωση στο στήθος και τα πλευρά, τα οποία εμφανίζουν διάσπαρτες σκούρες κηλίδες. Η απουσία ευδιάκριτου φρυδιού βοηθά στην διάκρισή της από την κοκκινότσιχλα.
Ευρέως διαδεδομένη σε ηπειρωτικά και εύκρατα κλίματα, αλλά και στα βόρεια και οριακά υποαρκτικά.
Αντέχει το κρύο την υγρασία και τους ανέμους όχι όμως την ξηρασία και τη μεγάλη ζέστη. Επίσης δεν ζει σε επίμονες παγωνιές και μεγάλης διάρκειας χιονοκάλυψη. Είναι δυνατόν να ζει οπουδήποτε υπάρχουν δέντρα ή θάμνοι που να συνοδεύονται: με ανοιχτές χορτολιβαδικές εκτάσεις, στρώματα με ξερά φύλλα κάτω από τα δέντρα ή υγρό έδαφος εφοδιασμένο με ασπόνδυλα και άλλους ζωικούς οργανισμούς που αποτελούν την τροφή της.
Οικογένεια Κιχλίδες Turbidae
Η μοντέρνα εκμετάλλευση των γεωργικών εκτάσεων, η βιομηχανική εκμετάλλευση και οι αστικές χρήσεις της γης, την έχουν οδηγήσει ιδίως στη δυτική Ευρώπη, σε μικρά δάση, πάρκα,φυσικούς φράχτες, πλευρές δρόμων, κήπους, και αλσύλλια εντός των πόλεων.
Μεταναστεύσεις: Περισσότερο ενδημικό στις νότιες και δυτικές περιοχές, αλλά οι βορειότεροι πληθυσμοί είναι μερικώς ή ολικά μεταναστευτικοί. Τα περισσότερα άτομα μετακινούνται σε περιπτώσεις βαρυχειμωνιάς.
Σε αντίθεση με την κεδρότσιχλα και την κοκκινότσιχλα δείχνουν μεγάλη προτίμηση σε συγκεκριμένες περιοχές κατά την περίοδο του χειμώνα.
Οι φθινοπωρινές μετακινήσεις των βόρειων πληθυσμών αρχίζουν τον Αύγουστο με το κύριο πέρασμα το Σεπτέμβριο μέχρι της αρχές Νοεμβρίου.
Αυτά που ξεχειμωνιάζουν στις παραμεσόγειες περιοχές αρχίζουν να φτάνουν εκεί στα μέσα Οκτωβρίου, με συχνές αφίξεις και αργότερα.
Σε περιπτώσεις βαρυχειμωνιάς οι πληθυσμοί της Ευρώπης φτάνουν μέχρι τη βόρεια Αφρική και επιστρέφουν από εκεί στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου.
Τα πουλιά επιστρέφουν στις περιοχές αναπαραγωγής σταδιακά από Νότο προς Βορρά, από τα μέσα Μαρτίου νοτιότερα μέχρι τα μέσα Μάιου στη Βόρεια Ευρώπη.
Τροφή: Περιλαμβάνει μια μεγάλη γκάμα ασπόνδυλων, καθώς επίσης και καρπούς , ανάλογα με τα διαθέσιμα κάθε χρονιάς. Τα σαλιγκάρια είναι σημαντικό κομμάτι της διατροφής, κυρίως κατά τη διάρκεια πολύ άσχημων καιρικών συνθηκών, που τα υπόλοιπα είδη της τροφής δεν είναι διαθέσιμα. Κρατάει τα σαλιγκάρια με το ράμφος , από το κέλυφος ή από το σώμα τους και τα χτυπάει σε σκληρές επιφάνειες πχ πέτρες και μόλις σπάσει ένα κομμάτι από το κέλυφος, τότε τραβάει έξω το σώμα του σαλιγκαριού και αφού το σκουπίσει στο έδαφος το τρωει. Αυτή η συνήθεια είναι έμφυτη.
Κοινωνική συμπεριφορά.
Εντός της αναπαραγωγικής περιόδου είναι περισσότερο ή λιγότερο μοναχικό είδος , ή λίγο κοινωνικό κατά τη συλλογή της τροφής και το κούρνιασμα. Την περίοδο της μετανάστευσης όμως σχηματίζει μεγάλα κοπάδια τα οποία έχουν χαλαρή δομή.
Στις περιοχές που οι πληθυσμοί είναι περισσότερο ενδημικοί , κυρίως τα αρσενικά αλλά και λίγα θηλυκά κατέχουν συγκεκριμένες χειμωνιάτικες περιοχές , οι οποίες πάνω κάτω συμπίπτουν με τις χωροκράτειες την περίοδο της αναπαραγωγής.
Τα αρσενικά κελαηδούν. Τα ενδημικά αρχίζουν το κελάηδημα ,όταν οι χωροκράτειες ξεκαθαρίζονται στα τέλη του φθινοπώρου με διακοπή το χειμώνα.
Τα μεταναστευτικά αρσενικά κελαηδούν μόλις επιστρέψουν στις περιοχές που αναπαράγονται και σταματούν περί τα μέσα Ιουλίου.
Η περίοδος αναπαραγωγής είναι από το Μάιο μέχρι τον Ιούλιο. Ξεκινάει στα μέσα Μαρτίου στη Νότια Ευρώπη, φτάνει τα μέσα Απριλίου στην Κεντρική, Ανατολική και τέλος στη Βόρεια Ευρώπη ξεκινάει στα μέσα Μαίου.
Φωλεοποιεί μέχρι 4 φορές το χρόνο, όχι όμως παραπάνω από 2 στις βόρειες εξαπλώσεις.
Φτιάχνει τη φωλιά σε κορμούς μικρών δέντρων ή θάμνων ή πάνω στα κλαδιά. Εκεί τη στηρίζει σε μικρούς βλαστούς ή σε αρθρώσεις υψηλών κλαδιών. Επίσης έχουν βρεθεί φωλιές σε αναρριχητικά φυτά πάνω σε τοίχους, σε περβάζια, ακόμα και στο έδαφος ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση.
Η φωλιά αποτελείται από μικρούς βλαστούς, χόρτα και βρύα. Είναι χαλαρή από την εξωτερική πλευρά, αλλά πυκνή και συμπαγής στο εσωτερικό, στρωμένη με ένα συμπαγές στρώμα από λάσπη και τρίματα σάπιου ξύλου, αναμεμιγμένα με ξερά φύλα. Τα αυγά είναι γυαλιστερά κυανού χρώματος με μικρά ακανόνιστα στίγματα. Γεννάει 2-5 αυγά. Λιγότερα στην πρώτη και τελευταία φωλιά και περισσότερα στη μεσαία. Η επώαση διαρκεί κατά μέσο όρο 13-14 ημέρες (10-17). Η νεοσσοί είναι έτοιμοι να πετάξουν σε ηλικία 11-17 ημερών. Οι νεοσσοί ταΐζονται και από τους δύο γονείς.
Υπάρχουν τα ακόλουθα είδη στο γένος Κιχλίδες (Turdus)
Έχει μέγεθος περίπου 23 εκατοστά, είναι λίγο μικρότερη από την κεδρότσιχλα. Διακρίνεται από το ομοιόμορφο σκούρο καστανό πάνω φτέρωμα, την υπόλευκη απόχρωση στο στήθος και τα πλευρά, τα οποία εμφανίζουν διάσπαρτες σκούρες κηλίδες. Η απουσία ευδιάκριτου φρυδιού βοηθά στην διάκρισή της από την κοκκινότσιχλα.
Ευρέως διαδεδομένη σε ηπειρωτικά και εύκρατα κλίματα, αλλά και στα βόρεια και οριακά υποαρκτικά.
Αντέχει το κρύο την υγρασία και τους ανέμους όχι όμως την ξηρασία και τη μεγάλη ζέστη. Επίσης δεν ζει σε επίμονες παγωνιές και μεγάλης διάρκειας χιονοκάλυψη. Είναι δυνατόν να ζει οπουδήποτε υπάρχουν δέντρα ή θάμνοι που να συνοδεύονται: με ανοιχτές χορτολιβαδικές εκτάσεις, στρώματα με ξερά φύλλα κάτω από τα δέντρα ή υγρό έδαφος εφοδιασμένο με ασπόνδυλα και άλλους ζωικούς οργανισμούς που αποτελούν την τροφή της.
Οικογένεια Κιχλίδες Turbidae
Κιχλίδες
Κοκκινότσιχλα
Κελαηδότσιχλα
Τσαρτσάρα
Κεδρότσιχλα
Κότσυφας
Χιονοκότσυφας
Monticola
Γαλαζοκότσυφας
Πορροκότσυφας
Βασικά είναι πουλί του δάσους. Απαιτεί επαρκή αναγέννηση και χαμηλή βλάστηση.Κοκκινότσιχλα
Κελαηδότσιχλα
Τσαρτσάρα
Κεδρότσιχλα
Κότσυφας
Χιονοκότσυφας
Monticola
Γαλαζοκότσυφας
Πορροκότσυφας
Η μοντέρνα εκμετάλλευση των γεωργικών εκτάσεων, η βιομηχανική εκμετάλλευση και οι αστικές χρήσεις της γης, την έχουν οδηγήσει ιδίως στη δυτική Ευρώπη, σε μικρά δάση, πάρκα,φυσικούς φράχτες, πλευρές δρόμων, κήπους, και αλσύλλια εντός των πόλεων.
Μεταναστεύσεις: Περισσότερο ενδημικό στις νότιες και δυτικές περιοχές, αλλά οι βορειότεροι πληθυσμοί είναι μερικώς ή ολικά μεταναστευτικοί. Τα περισσότερα άτομα μετακινούνται σε περιπτώσεις βαρυχειμωνιάς.
Σε αντίθεση με την κεδρότσιχλα και την κοκκινότσιχλα δείχνουν μεγάλη προτίμηση σε συγκεκριμένες περιοχές κατά την περίοδο του χειμώνα.
Οι φθινοπωρινές μετακινήσεις των βόρειων πληθυσμών αρχίζουν τον Αύγουστο με το κύριο πέρασμα το Σεπτέμβριο μέχρι της αρχές Νοεμβρίου.
Αυτά που ξεχειμωνιάζουν στις παραμεσόγειες περιοχές αρχίζουν να φτάνουν εκεί στα μέσα Οκτωβρίου, με συχνές αφίξεις και αργότερα.
Σε περιπτώσεις βαρυχειμωνιάς οι πληθυσμοί της Ευρώπης φτάνουν μέχρι τη βόρεια Αφρική και επιστρέφουν από εκεί στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου.
Τα πουλιά επιστρέφουν στις περιοχές αναπαραγωγής σταδιακά από Νότο προς Βορρά, από τα μέσα Μαρτίου νοτιότερα μέχρι τα μέσα Μάιου στη Βόρεια Ευρώπη.
Τροφή: Περιλαμβάνει μια μεγάλη γκάμα ασπόνδυλων, καθώς επίσης και καρπούς , ανάλογα με τα διαθέσιμα κάθε χρονιάς. Τα σαλιγκάρια είναι σημαντικό κομμάτι της διατροφής, κυρίως κατά τη διάρκεια πολύ άσχημων καιρικών συνθηκών, που τα υπόλοιπα είδη της τροφής δεν είναι διαθέσιμα. Κρατάει τα σαλιγκάρια με το ράμφος , από το κέλυφος ή από το σώμα τους και τα χτυπάει σε σκληρές επιφάνειες πχ πέτρες και μόλις σπάσει ένα κομμάτι από το κέλυφος, τότε τραβάει έξω το σώμα του σαλιγκαριού και αφού το σκουπίσει στο έδαφος το τρωει. Αυτή η συνήθεια είναι έμφυτη.
Κοινωνική συμπεριφορά.
Εντός της αναπαραγωγικής περιόδου είναι περισσότερο ή λιγότερο μοναχικό είδος , ή λίγο κοινωνικό κατά τη συλλογή της τροφής και το κούρνιασμα. Την περίοδο της μετανάστευσης όμως σχηματίζει μεγάλα κοπάδια τα οποία έχουν χαλαρή δομή.
Στις περιοχές που οι πληθυσμοί είναι περισσότερο ενδημικοί , κυρίως τα αρσενικά αλλά και λίγα θηλυκά κατέχουν συγκεκριμένες χειμωνιάτικες περιοχές , οι οποίες πάνω κάτω συμπίπτουν με τις χωροκράτειες την περίοδο της αναπαραγωγής.
Κοσσυφίδες ή τουρδίδες
(turdidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών, που περιλαμβάνει πολλά πουλιά, όπως η τσίχλα, το αηδόνι, ο κότσυφας κ.ά. Τα πουλιά αυτά έχουν μήκος 12-26 εκ. και συνήθως ισχυρά πόδια. Όταν είναι ακόμα μικρά, έχουν κηλίδες στο φτέρωμά τους, αλλά αποκτούν διάφορα χρώματα όταν μεγαλώσουν, τα οποία ποικίλλουν από καφέ ή γκρίζο έως μπλε, με πιο κοινό χρωματισμό τον καστανοκόκκινο· τα αρσενικά μπορεί να έχουν πιο έντονα χρώματα από τα θηλυκά. Διαθέτουν ισχυρό ράμφος και μακριές φτερούγες. Τα περισσότερα ζουν στα δάση, όπου κρύβονται στα φυλλώματα των δέντρων, ενώ άλλα φωλιάζουν στο έδαφος ή μέσα σε κουφάλες δέντρων. Οι κ. διακρίνονται για το μελωδικό κελάηδισμά τους και τρέφονται με έντομα και άλλα ασπόνδυλα, καθώς και με σημαντικές ποσότητες καρπών ή άλλων φυτικών μερών. Γεννούν 2-6 αβγά, δύο με τρεις φορές τον χρόνο. Η οικογένεια αριθμεί περίπου 200 είδη που έχουν παγκόσμια εξάπλωση, με εξαίρεση τις αρκτικές περιοχές.
Αναπαραγωγή: Είναι είδος μονογαμικό. Τα ζευγάρια αρχίζουν να σχηματίζονται προοδευτικά ξεκινώντας από το χειμώνα. Η συμπεριφορά αυτή διακόπτεται από περιόδους άσχημου καιρού και φτάνουμε σε σχηματισμένα ζευγάρια στις αρχές της Άνοιξης.(turdidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών, που περιλαμβάνει πολλά πουλιά, όπως η τσίχλα, το αηδόνι, ο κότσυφας κ.ά. Τα πουλιά αυτά έχουν μήκος 12-26 εκ. και συνήθως ισχυρά πόδια. Όταν είναι ακόμα μικρά, έχουν κηλίδες στο φτέρωμά τους, αλλά αποκτούν διάφορα χρώματα όταν μεγαλώσουν, τα οποία ποικίλλουν από καφέ ή γκρίζο έως μπλε, με πιο κοινό χρωματισμό τον καστανοκόκκινο· τα αρσενικά μπορεί να έχουν πιο έντονα χρώματα από τα θηλυκά. Διαθέτουν ισχυρό ράμφος και μακριές φτερούγες. Τα περισσότερα ζουν στα δάση, όπου κρύβονται στα φυλλώματα των δέντρων, ενώ άλλα φωλιάζουν στο έδαφος ή μέσα σε κουφάλες δέντρων. Οι κ. διακρίνονται για το μελωδικό κελάηδισμά τους και τρέφονται με έντομα και άλλα ασπόνδυλα, καθώς και με σημαντικές ποσότητες καρπών ή άλλων φυτικών μερών. Γεννούν 2-6 αβγά, δύο με τρεις φορές τον χρόνο. Η οικογένεια αριθμεί περίπου 200 είδη που έχουν παγκόσμια εξάπλωση, με εξαίρεση τις αρκτικές περιοχές.
Τα αρσενικά κελαηδούν. Τα ενδημικά αρχίζουν το κελάηδημα ,όταν οι χωροκράτειες ξεκαθαρίζονται στα τέλη του φθινοπώρου με διακοπή το χειμώνα.
Τα μεταναστευτικά αρσενικά κελαηδούν μόλις επιστρέψουν στις περιοχές που αναπαράγονται και σταματούν περί τα μέσα Ιουλίου.
Η περίοδος αναπαραγωγής είναι από το Μάιο μέχρι τον Ιούλιο. Ξεκινάει στα μέσα Μαρτίου στη Νότια Ευρώπη, φτάνει τα μέσα Απριλίου στην Κεντρική, Ανατολική και τέλος στη Βόρεια Ευρώπη ξεκινάει στα μέσα Μαίου.
Φωλεοποιεί μέχρι 4 φορές το χρόνο, όχι όμως παραπάνω από 2 στις βόρειες εξαπλώσεις.
Φτιάχνει τη φωλιά σε κορμούς μικρών δέντρων ή θάμνων ή πάνω στα κλαδιά. Εκεί τη στηρίζει σε μικρούς βλαστούς ή σε αρθρώσεις υψηλών κλαδιών. Επίσης έχουν βρεθεί φωλιές σε αναρριχητικά φυτά πάνω σε τοίχους, σε περβάζια, ακόμα και στο έδαφος ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση.
Η φωλιά αποτελείται από μικρούς βλαστούς, χόρτα και βρύα. Είναι χαλαρή από την εξωτερική πλευρά, αλλά πυκνή και συμπαγής στο εσωτερικό, στρωμένη με ένα συμπαγές στρώμα από λάσπη και τρίματα σάπιου ξύλου, αναμεμιγμένα με ξερά φύλα. Τα αυγά είναι γυαλιστερά κυανού χρώματος με μικρά ακανόνιστα στίγματα. Γεννάει 2-5 αυγά. Λιγότερα στην πρώτη και τελευταία φωλιά και περισσότερα στη μεσαία. Η επώαση διαρκεί κατά μέσο όρο 13-14 ημέρες (10-17). Η νεοσσοί είναι έτοιμοι να πετάξουν σε ηλικία 11-17 ημερών. Οι νεοσσοί ταΐζονται και από τους δύο γονείς.
Υπάρχουν τα ακόλουθα είδη στο γένος Κιχλίδες (Turdus)
Κότσυφας
(Turdus merula)
Κοκκινότσιχλα
(Turdus iliacus)
Κελαηδότσιχλα
(Turdus philomelos)
Κεδρότσιχλα
(Turdus pilaris)
Τσαρτσάρα
(Turdus viscivorus)
Χιονοκότσυφας
(Turdus torquatus)
Ετικέτες:
Κιχλίδες
Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Κελαηδότσιχλα