Ασπρομαγουλόχηνα - Ορνιθοπανίδα Ασπρομαγουλόχηνα

Ασπρομαγουλόχηνα

Ασπρομαγουλόχηνα (Branta leucopsis)
Η ασπρομαγουλόχηνα είναι υδρόβιο πουλί της οικογένειας των ανατιδών (Anatidae) που μοιάζει με μια μικρή Καναδέζικη χήνα (Branta canadensis), με σκούρα πλάτη, λευκό πρόσωπο και μαύρο λαιμό. Οι ασπρομαγουλόχηνες είναι μεσαίου μεγέθους πουλιά μήκους 55 έως 70 εκατοστών και βάρους από 1 έως 2,25 κιλά. Και τα δύο φύλα είναι παρόμοια εξωτερικά, μαύρος λαιμός, στήθος, κάλυμμα κεφαλιού και ράμφος, το πρόσωπο και η κοιλιά λευκό, γκρι-λευκό-μαύρο- εναλασόμενο φτέρωμα στην πλάτη. Δεν χωρίζεται σε υποείδη, αλλά σε τρεις ξεχωριστούς πληθυσμούς που αναπαράγονται στη βορειοανατολική Γροιλανδία, στο Σβάλμπαρντ, στη βορειοδυτική Ρωσία και την περιοχή της Βαλτικής. Οι περισσότερες αναπαράγονται σε αποικίες, σε μικρά νησιά. Οι ασπρομαγουλόχηνες δημιουργούν πυκνοκατοικημένες αποικίες και μεταναστεύουν σε κοπάδια εκατοντάδες μαζί. Οι αποικίες βρίσκονται συχνά σε άμεση γειτνίαση με φωλιές αρπακτικών πουλιών.
Αναπαραγωγή
Αναπαράγονται σε ψηλούς και απρόσιτους βράχους και μπορούν να φτάσουν στις τοποθεσίες φωλεοποίησης μόνο πετώντας. Φωλιάζουν συνήθως σε μικρές αποικίες και οι φωλιές συνήθως απέχουν τουλάχιστον δύο μέτρα μεταξύ τους. Σε μεγάλα τμήματα της περιοχής αναπαραγωγής, η ασπρομαγουλόχηνα φωλιάζει πολύ κοντά στις αποικίες των πετριτών (Falco peregrinus) κυρίως για προφύλαξη από τις αρκτικές αλεπούδες που διεισδύουν στις αποικίες. Κατά την περίοδο αναπαραγωγής, κάθε θηλυκό γεννά 4 έως 5 αυγά. Η φωλιά είναι μια επίπεδη κοιλότητα στο έδαφος που είναι επενδεδυμένη μόνο με λίγο φυτικό υλικό. Ωστόσο, περιέχει μεγάλες ποσότητες από πούπουλα και φτερά. Το θηλυκό επωάζει τα αυγά για 25 ημέρες. Λίγες μέρες μετά την εκκόλαψη, οι νεοσσοί, αντιμετωπίζουν μια βίαιη επαφή με τον έξω κόσμο.
Για να βρουν τροφή και να βρεθούν με τους γονείς τους, τα μικρά χηνάκια πρέπει να πέσουν απότομα από τις φωλιές τους, από εκατοντάδες μέτρα ύψος. Παρόλο που δεν μπορούν να πετάξουν, είναι γενικά σε θέση να επιβιώσουν, χάρη στα πούπουλά τους.
Ενδιαίτημα
Είναι αποδημητικό πουλί που συνήθως μετακινείται νότια από τις αρκτικές περιοχές αναπαραγωγής της το φθινόπωρο και διαχειμάζει στην βορειοδυτική Ευρώπη. Συνολικά διακρίνονται τρεις πληθυσμοί: α) Σβάλμπαρντ, β) Γροιλανδία και γ) Ρωσοβαλτικός πληθυσμός.
Διατροφή
Η διατροφή τους αποτελείται από φύλλα, βλαστούς, ρίζες, βρύα και λειχήνες, σπόρους, διάφορα καρκινοειδή, υδρόβια έντομα και πιθανώς και μαλάκια.
Διάφορα
◾Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, το γεγονός ότι ποτέ δεν φαινόταν να αναπαράγονται, δημιούργησε ένα μύθο ότι στην πραγματικότητα παράγονταν αυθόρμητα από τα μαλάκια στρείδια, τα οποία ξεβράζονται περιστασιακά στην ακτή, προσαρτημένα σε κομμάτια ξύλου. Το κέλυφος τους μοιάζει με το κεφάλι της χήνας και συνδέεται με το υπόστρωμα μ’ ένα μακρύ βλαστό που μοιάζει με το λαιμό ενός πουλιού. Συνεπώς, τα πουλιά θεωρούνταν “ψάρια” και μπορούσαν να καταναλωθούν τις Παρασκευές.
◾Στην Τέταρτη Σύνοδο του Λατερανού (1215), ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ' απαγόρευσε ρητά την κατανάλωση αυτών των χήνων κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, υποστηρίζοντας ότι παρά την ασυνήθιστη αναπαραγωγή τους, ζούσαν και τρέφονταν σαν πάπιες και έτσι είχαν την ίδια φύση με άλλα πουλιά.
◾Το ζήτημα της φύσης των χήνων προέκυψε επίσης ως θέμα του εβραϊκού διατροφικού νόμου στη Halakha, και ο Rabbeinu Tam (1100–71) αποφάσισε ότι ήταν κοσέρ (ακόμα και αν γεννήθηκαν κατά αυτόν τον τρόπο) και ότι έπρεπε να σφάζονται σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές για τα πουλιά.

Κείμενο: Ζιάκας Ηλίας
Ετικέτες: Χήνες

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Ασπρομαγουλόχηνα

Back To Top