Ρινοχαίτης ο λοφιοφόρος, Κάγκου (Rhynochetos jubatus)
To Κάγκου είναι ενδημικό πτηνό στο νησί της Νέας Καληδονίας (Γαλλική υπερπόντια κτήση στον Ειρηνικό). Παραδοσιακά κατατάσεται στην οικογένεια Γερανόμορφα (Gruiformes), αλλά νεότερες μελέτες το συγκαταλέγουν στην τάξη Ευρυπυγόμορφα (Eurypygiformes) στη οικογένεια Ρινοχαιτίδες (Rhynochetidae).
To Κάγκου έχει περίπου το μέγεθος πάπιας με μήκος 55 εκατοστά και μέσο βάρος 900 γραμμάρια. Το φτέρωμά του είναι ανοιχτό γκρίζο. Στα πρωτεύοντα ερετικά φτερά έχει μαυρόασπρες ζώνες με εντυπωσιακά σχέδια και είναι ορατά μόνο όταν ανοίγουν τα φτερά. Το πάνω μέρος του σώματος, τα φτερά και η ουρά είναι ελαφρώς πιο σκούρα από το υπόλοιπο πτέρωμα. Το κάτω μέρος είναι συνήθως υπόλευκο με ανοιχτόχρωμο γκρι κεφάλι, λοφίο και στήθος. Το ράμφος κοκκινωπό, ισχυρό και μακρύ (περίπου 6 εκατοστά).
Τάξη: Ευρυπυγόμορφα (Eurypygiformes) | Οικογένεια: Ρινοχαιτίδες (Rhynochetidae)
Διατροφή: Τα κάγκου είναι αποκλειστικά σαρκοφάγα πτηνά, που τρέφονται με ποικιλία ασπόνδυλων και σπονδυλωτών. Δακτυλιοσκώληκες, σαλιγκάρια και σαύρες είναι μεταξύ των πιο σημαντικών ειδών θηραμάτων. Επίσης συλλαμβάνονται προνύμφες, αράχνες, σαρανταποδαρούσες και έντομα, όπως ακρίδες, ημίπτερα και σκαθάρια. Η πλειοψηφία των θηραμάτων συλλαμβάνεται από τους σωρούς φύλλων ή το έδαφος, κάποια από αυτά να αναζητούνται στη βλάστηση, τους πεσμένους κορμούς και τα βράχια. Μερικές φορές κυνηγούν μικρά σπονδυλόζωα σε ρηχά νερά.
To Κάγκου είναι ενδημικό πτηνό στο νησί της Νέας Καληδονίας (Γαλλική υπερπόντια κτήση στον Ειρηνικό). Παραδοσιακά κατατάσεται στην οικογένεια Γερανόμορφα (Gruiformes), αλλά νεότερες μελέτες το συγκαταλέγουν στην τάξη Ευρυπυγόμορφα (Eurypygiformes) στη οικογένεια Ρινοχαιτίδες (Rhynochetidae).
To Κάγκου έχει περίπου το μέγεθος πάπιας με μήκος 55 εκατοστά και μέσο βάρος 900 γραμμάρια. Το φτέρωμά του είναι ανοιχτό γκρίζο. Στα πρωτεύοντα ερετικά φτερά έχει μαυρόασπρες ζώνες με εντυπωσιακά σχέδια και είναι ορατά μόνο όταν ανοίγουν τα φτερά. Το πάνω μέρος του σώματος, τα φτερά και η ουρά είναι ελαφρώς πιο σκούρα από το υπόλοιπο πτέρωμα. Το κάτω μέρος είναι συνήθως υπόλευκο με ανοιχτόχρωμο γκρι κεφάλι, λοφίο και στήθος. Το ράμφος κοκκινωπό, ισχυρό και μακρύ (περίπου 6 εκατοστά).
Τάξη: Ευρυπυγόμορφα (Eurypygiformes) | Οικογένεια: Ρινοχαιτίδες (Rhynochetidae)
Γερανόμορφα
Γερανίδες
Ωτιδίδες
Ραλλίδες
Ηλιορνιθίδες
Καριαμίδες
Ψοφίδες
Ευρυπυγόμορφα
Ευρυπυγίδες
Ρινοχαίτης
Το λοφίο του είναι εντυπωσιακό, φθάνει μέχρι την πλάτη αλλά δεν το ανοίγει εύκολα, παρά μόνον όταν αντιπαρατίθεται με άλλα μέλη του είδους και είναι ελάχιστα ορατό σε κατάσταση ηρεμίας. Διαθέτει εντυπωσιακούς κόκκινους ταρσούς, μακρείς και ισχυρούς, ώστε να διανύει μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια ή και να τρέξει γρήγορα. Έχει μεγάλους οφθαλμούς, τοποθετημένους έτσι ώστε να τού παρέχουν καλή διόφθαλμη όραση, χρήσιμη στην εξεύρεση θηραμάτων μέσα στους σωρούς φύλλων, αλλά και να βλέπει καλύτερα στο σκοτάδι του δάσους. Η ίριδα είναι κόκκινη. Γερανίδες
Ωτιδίδες
Ραλλίδες
Ηλιορνιθίδες
Καριαμίδες
Ψοφίδες
Ευρυπυγόμορφα
Ευρυπυγίδες
Ρινοχαίτης
✔ Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που έδωσε αφορμή για εικασίες ότι μπορεί να σχετίζεται με την οικογένεια των ερωδιών, είναι τα πτίλα κόνεως τα οποία παράγουν τρίμματα κερατίνης που εμφανίζονται ως σκόνη (πούδρα). Είναι αξιοσημείωτο ότι τα πτίλα αυτά δεν αποπίπτουν κατά τη διαδικασία αλλαγής πτερώματος, αλλά αντιθέτως συνεχώς μεγαλώνουν αντικαθιστώντας τα τριμμένα τμήματα, που το βοηθούν να στεγνώνει γρήγορα και παρέχουν μόνωση στο υγρό, τροπικό κλίμα της Νέας Καληδονίας.
✔ Το κυριότερο μορφολογικό του στοιχείο είναι η δομή του ράμφους του, με χαρακτηριστικά κερατινώδη πτερύγια που καλύπτουν τα ρουθούνια του, υφές που δεν μοιράζεται με οποιοδήποτε άλλο πουλί. Θεωρητικά χρησιμεύουν για να εμποδίζονται τα διάφορα σωματίδια να παρεισφρύουν στο αναπνευστικό του σύστημα, όταν ψάχνει σχολαστικά στο έδαφος κατά τη διάρκεια της σίτισης, ωστόσο η πραγματική τους σημασία παραμένει ακόμη άγνωστη. Επίσης, διαθέτει χαρακτηριστικές μεγάλες σμήριγγες, που τού έδωσαν και την λατινική ονομασία ρινοχαίτης και τον βοηθούν στην ανίχνευση της τροφής του στο δάσος.
Οι φτερούγες σε αντίθεση με πολλά άλλα πτηνά που δεν μπορούν να πετάξουν είναι πλήρως αναπτυγμένες και μόνο οι θωρακικοί μυς του έχουν ατροφήσει. Παρ 'όλα αυτά οι φτερούγες χρησιμοποιούνται συχνά: όπως στην αναρρίχηση για να κρατάει ισορροπία, σε μονομαχίες με άλλα αρσενικά για την εδαφική επικράτεια, καθώς και στις γαμήλιες τελετές.✔ Το κυριότερο μορφολογικό του στοιχείο είναι η δομή του ράμφους του, με χαρακτηριστικά κερατινώδη πτερύγια που καλύπτουν τα ρουθούνια του, υφές που δεν μοιράζεται με οποιοδήποτε άλλο πουλί. Θεωρητικά χρησιμεύουν για να εμποδίζονται τα διάφορα σωματίδια να παρεισφρύουν στο αναπνευστικό του σύστημα, όταν ψάχνει σχολαστικά στο έδαφος κατά τη διάρκεια της σίτισης, ωστόσο η πραγματική τους σημασία παραμένει ακόμη άγνωστη. Επίσης, διαθέτει χαρακτηριστικές μεγάλες σμήριγγες, που τού έδωσαν και την λατινική ονομασία ρινοχαίτης και τον βοηθούν στην ανίχνευση της τροφής του στο δάσος.
Διατροφή: Τα κάγκου είναι αποκλειστικά σαρκοφάγα πτηνά, που τρέφονται με ποικιλία ασπόνδυλων και σπονδυλωτών. Δακτυλιοσκώληκες, σαλιγκάρια και σαύρες είναι μεταξύ των πιο σημαντικών ειδών θηραμάτων. Επίσης συλλαμβάνονται προνύμφες, αράχνες, σαρανταποδαρούσες και έντομα, όπως ακρίδες, ημίπτερα και σκαθάρια. Η πλειοψηφία των θηραμάτων συλλαμβάνεται από τους σωρούς φύλλων ή το έδαφος, κάποια από αυτά να αναζητούνται στη βλάστηση, τους πεσμένους κορμούς και τα βράχια. Μερικές φορές κυνηγούν μικρά σπονδυλόζωα σε ρηχά νερά.
Γερανόμορφα (Geniformes)
Γένος πτηνών που χτίζουν τη φωλιά τους στους βάλτους, στο έδαφος και σπάνια στα δέντρα. Η τάξη αυτή αριθμεί περίπου 190 είδη, που ανήκουν σε 13 οικογένειες.
Τα γερανόμορφα, που εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία σε μέγεθος και μορφή, βαδίζουν τα περισσότερα πολύ καλά: το πρώτο από τα 4 δάχτυλα, γυρισμένο προς τα πίσω και συνήθως υποτυπώδες, δεν αγγίζει το έδαφος, γιατί βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από τα μπροστινά δάχτυλα. Τα γερανόμορφα γεννιούνται με το φτέρωμά τους και είναι αρκετά εύρωστα, ώστε να μπορούν γρήγορα να απομακρυνθούν από τη φωλιά τους.
To Κάγκου είναι ημερόβιο πουλί που ζει μοναχικά εκτός της περιόδου αναπαραγωγής. Ένα ζευγάρι και οι απόγονοί τους ζουν σε μια έκταση περίπου 20 εκταρίων. Η περιοχή αυτή υπερασπίζεται από άλλους εισβολείς και μπορεί να καταλήξει σε αψιμαχίες, αλλά σπάνια οδηγούν σε σοβαρούς τραυματισμούς. Στις αψιμαχίες ανοίγουν τις φτερούγες και ανορθώνουν το λοφίο τους, για να εκφοβίσουν τον εισβολέα, σπανιότερα χρησιμοποιούν το ράμφος.Γένος πτηνών που χτίζουν τη φωλιά τους στους βάλτους, στο έδαφος και σπάνια στα δέντρα. Η τάξη αυτή αριθμεί περίπου 190 είδη, που ανήκουν σε 13 οικογένειες.
Τα γερανόμορφα, που εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία σε μέγεθος και μορφή, βαδίζουν τα περισσότερα πολύ καλά: το πρώτο από τα 4 δάχτυλα, γυρισμένο προς τα πίσω και συνήθως υποτυπώδες, δεν αγγίζει το έδαφος, γιατί βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από τα μπροστινά δάχτυλα. Τα γερανόμορφα γεννιούνται με το φτέρωμά τους και είναι αρκετά εύρωστα, ώστε να μπορούν γρήγορα να απομακρυνθούν από τη φωλιά τους.
Απειλή και προστασία:
Τα προβλήματα άρχισαν με την ανακάλυψη του νησιού από τον Τζέιμς Κουκ το 1774. Μαζί του έφερε και σκυλιά, τα οποία έδωσε και στους ντόπιους. Οι χοίροι, οι αρουραίοι και οι γάτες που εισήχθησαν από τους Ευρωπαίους στη Νέα Καληδονία, είναι κυρίως απειλή για τα νεαρά πουλιά και τα αυγά. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η σταδιακή αποψίλωση των δασών, σήμερα υπάρχουν μόνο το 20% των αρχικών δασών της Νέας Καληδονίας.
Σήμερα ζούν 300 πουλιά στο Parc de la Rivière Bleue και άλλα 490 στο υπόλοιπο νησί. Ο αριθμός των πουλιών στο πάρκο συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ στο υπόλοιπο νησί μειώνεται. Ο συνολικός πληθυσμός παραμένει σταθερός. Από το 1970 υπάρχει στο ζωολογικό κήπο της Νουμέα (πρωτεύουσα της Νέας Καληδονίας) ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής. Tα πουλιά που αναπαράγονται απελευθερώνονται πίσω στο φυσικό περιβάλλον.
Τα προβλήματα άρχισαν με την ανακάλυψη του νησιού από τον Τζέιμς Κουκ το 1774. Μαζί του έφερε και σκυλιά, τα οποία έδωσε και στους ντόπιους. Οι χοίροι, οι αρουραίοι και οι γάτες που εισήχθησαν από τους Ευρωπαίους στη Νέα Καληδονία, είναι κυρίως απειλή για τα νεαρά πουλιά και τα αυγά. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η σταδιακή αποψίλωση των δασών, σήμερα υπάρχουν μόνο το 20% των αρχικών δασών της Νέας Καληδονίας.
Σήμερα ζούν 300 πουλιά στο Parc de la Rivière Bleue και άλλα 490 στο υπόλοιπο νησί. Ο αριθμός των πουλιών στο πάρκο συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ στο υπόλοιπο νησί μειώνεται. Ο συνολικός πληθυσμός παραμένει σταθερός. Από το 1970 υπάρχει στο ζωολογικό κήπο της Νουμέα (πρωτεύουσα της Νέας Καληδονίας) ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής. Tα πουλιά που αναπαράγονται απελευθερώνονται πίσω στο φυσικό περιβάλλον.