Κοκκινοκαλιακούδα ή πυρροκόραξ ο κοινός (Pyrrhocorax pyrrhocorax)
Καλιακούδα Κοινή ονομασία δύο ειδών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους Pyrrhocorax, της οικογένειας των κορακιδών.
Τα πουλιά αυτά είναι ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας, όπου συναντώνται κυρίως σε ορεινές και παράκτιες βραχώδεις περιοχές. Το είδος Pyrrhocorax pyrrhocorax (κοινώς, κοκκινοκαλιακούδα) παλαιότερα ζούσε σε μια εκτεταμένη περιοχή, από τη Μεγάλη Βρετανία μέχρι την βόρεια Ινδία και την Κίνα· ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι πληθυσμοί του έχουν περιοριστεί σημαντικά, κυρίως λόγω καταστροφής των ενδιαιτημάτων του. Η κοκκινοκαλιακούδα χαρακτηρίζεται από το μαύρο στιλπνό φτέρωμα, το κόκκινο μακρύ και κυρτό ράμφος και τα κόκκινα πόδια της.
Φτάνει σε μήκος τα 40 εκ. και έχει άνοιγμα φτερών 70-80 εκ. Τρέφεται κυρίως με έντομα και διάφορα άλλα μικρά ασπόνδυλα. Σχηματίζει μικρές αγέλες και κατασκευάζει τη φωλιά της μέσα σε σχισμές ή κοιλότητες απόκρημνων βράχων.
Την άνοιξη, τα θηλυκά γεννούν 3-6 στικτά αβγά, τα οποία εκκολάπτονται μετά από περίπου 20 μέρες. Τη φροντίδα των νεοσσών αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς.
Το είδος Pyrrhocorax graculus (κοινώς, κιτρινοκαλιακούδα), που συναντάται κυρίως στα ψηλά βουνά της Ευρώπης και των Ιμαλαΐων, έχει παρόμοιες συνήθειες με το προηγούμενο.
Έχει επίσης μαύρο στιλπνό φτέρωμα και κόκκινα πόδια, αλλά διακρίνεται από το πιο κοντό και ίσιο ράμφος του, κίτρινου χρώματος.
Είναι παμφάγο πτηνό που τρώει κυρίως σπόρους, βλαστάρια φυτών, έντομα και Προνύμφες εντόμων. Οι φωλιές τους είναι σε αρκετό ύψος πάνω σε δέντρα, δημιουργώντας μερικές φορές αποικίες.
Το θηλυκό γεννά πέντε αυγά. Πρόκειται πάντως για είδος που δεν έχει ακόμη μελετηθεί επαρκώς, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Προστατευόμενο είδος, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στην Κρήτη, απαντάται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.
Ποσοστό του πληθυσμού του είδους που βρίσκεται στην Ελλάδα: <1% του ευρωπαϊκού.
πυρροκόραξ ο κοινός (Pyrrhocorax pyrrhocorax)
πυρροκόραξ ο κιτρινόφαιος
Οικολογία: Η κοκκινοκαλιακούδα φωλιάζει σε σχισμές βράχων, σε απότομες εξάρσεις και φαράγγια (Handrinos & Akriotis 1997). Ο βιότοπος τροφοληψίας της περιλαμβάνει βραχώδεις εκτάσεις με χέρσα χωράφια, αλπικά λιβάδια με απότομα διάσπαρτα βράχια, οροπέδια και ορεινούς βοσκότοπους με αραιή φυτοκάλυψη. Τρέφεται με ασπόνδυλα (κυρίως ιπτάμενα έντομα, αλλά και σκουλήκια). Ευνοείται από την κτηνοτροφία, καθώς η βόσκηση κρατά χαμηλή τη βλάστηση, ενώ και αρκετά ασπόνδυλα ευδοκιμούν στην κοπριά των ζώων (Tucker & Heath 1994). Γεννά 3-4 αβγά αργά τον Απρίλιο ή στις αρχές του Μαΐου, τα οποία επωάζει για 18 περίπου ημέρες. Οι νεοσσοί πτερώνονται από τα τέλη Μαΐου μέχρι τα τέλη Ιουνίου (Delestrade 1998, Ξηρουχάκης αδημ. δεδομένα). Πρόκειται πάντως για είδος που δεν έχει ακόμη μελετηθεί επαρκώς, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Απειλές: Ο βιότοπος φωλιάσματος του είδους δεν απειλείται άμεσα, αλλά δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητές οι αιτίες της σαφούς πληθυσμιακής του μείωσης στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πάντως, ο βιότοπος τροφοληψίας του σε ορισμένες περιοχές έχει συρρικνωθεί λόγω της εγκατάλειψης των ορεινών καλλιεργειών και της νομαδικής κτηνοτροφίας. Επίσης, αλλαγές των χρήσεων γης και η αυξανόμενη τουριστική και οικιστική ανάπτυξη σε οροπέδια έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο είδος.
Μέτρα διατήρησης που υπάρχουν: Προστατευόμενο είδος, το μεγαλύτερο μέρος του
ελληνικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στην Κρήτη, απαντάται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.
Μέτρα διατήρησης που απαιτούνται: Χρειάζεται να γίνει λεπτομερής καταγραφή της εξάπλωσης του είδους και ακριβής εκτίμηση του πληθυσμού του, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Επίσης, απαιτείται μελέτη της οικολογίας του και των μετακινήσεών του, αλλά και των αιτιών της μείωσής του. Η διατήρηση και επέκταση ορεινών καλλιεργειών θα βελτίωνε τη διαθεσιμότητα της τροφής του, ενώ η διατήρηση παραδοσιακών μορφών κτηνοτροφίας και συστημάτων βόσκησης θα ευνοούσαν το είδος σημαντικά.
Καλιακούδα Κοινή ονομασία δύο ειδών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους Pyrrhocorax, της οικογένειας των κορακιδών.
Τα πουλιά αυτά είναι ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας, όπου συναντώνται κυρίως σε ορεινές και παράκτιες βραχώδεις περιοχές. Το είδος Pyrrhocorax pyrrhocorax (κοινώς, κοκκινοκαλιακούδα) παλαιότερα ζούσε σε μια εκτεταμένη περιοχή, από τη Μεγάλη Βρετανία μέχρι την βόρεια Ινδία και την Κίνα· ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι πληθυσμοί του έχουν περιοριστεί σημαντικά, κυρίως λόγω καταστροφής των ενδιαιτημάτων του. Η κοκκινοκαλιακούδα χαρακτηρίζεται από το μαύρο στιλπνό φτέρωμα, το κόκκινο μακρύ και κυρτό ράμφος και τα κόκκινα πόδια της.
πυρροκόρακας (pyrrhocorax)
Γένος ωδικών πουλιών της Νότιας Ευρώπης και της Ασίας, συγγενικό με τον κόρακα. Ανήκει στους κορακίδες. Οι π. έχουν μαύρο φτέρωμα και κόκκινα πόδια και ζουν στα δάση. Στην Ελλάδα ζουν τα είδη πυρροκόρακας ο γνήσιος, που είναι γνωστός κυρίως ως κοκκινομύτης, και πυρροκόρακας ο αλπικός, γνωστός κυρίως με την ονομασία κουρουνοπούλι.
Κατηγορία: Κορακόμορφα (Corvidae) | Γένος (Pyrrhocorax) Γένος ωδικών πουλιών της Νότιας Ευρώπης και της Ασίας, συγγενικό με τον κόρακα. Ανήκει στους κορακίδες. Οι π. έχουν μαύρο φτέρωμα και κόκκινα πόδια και ζουν στα δάση. Στην Ελλάδα ζουν τα είδη πυρροκόρακας ο γνήσιος, που είναι γνωστός κυρίως ως κοκκινομύτης, και πυρροκόρακας ο αλπικός, γνωστός κυρίως με την ονομασία κουρουνοπούλι.
Φτάνει σε μήκος τα 40 εκ. και έχει άνοιγμα φτερών 70-80 εκ. Τρέφεται κυρίως με έντομα και διάφορα άλλα μικρά ασπόνδυλα. Σχηματίζει μικρές αγέλες και κατασκευάζει τη φωλιά της μέσα σε σχισμές ή κοιλότητες απόκρημνων βράχων.
Την άνοιξη, τα θηλυκά γεννούν 3-6 στικτά αβγά, τα οποία εκκολάπτονται μετά από περίπου 20 μέρες. Τη φροντίδα των νεοσσών αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς.
Το είδος Pyrrhocorax graculus (κοινώς, κιτρινοκαλιακούδα), που συναντάται κυρίως στα ψηλά βουνά της Ευρώπης και των Ιμαλαΐων, έχει παρόμοιες συνήθειες με το προηγούμενο.
Έχει επίσης μαύρο στιλπνό φτέρωμα και κόκκινα πόδια, αλλά διακρίνεται από το πιο κοντό και ίσιο ράμφος του, κίτρινου χρώματος.
Είναι παμφάγο πτηνό που τρώει κυρίως σπόρους, βλαστάρια φυτών, έντομα και Προνύμφες εντόμων. Οι φωλιές τους είναι σε αρκετό ύψος πάνω σε δέντρα, δημιουργώντας μερικές φορές αποικίες.
Το θηλυκό γεννά πέντε αυγά. Πρόκειται πάντως για είδος που δεν έχει ακόμη μελετηθεί επαρκώς, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Προστατευόμενο είδος, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στην Κρήτη, απαντάται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.
Κορακόμορφα
Κόρακας
Κουρούνα
Χαβαρόνι
Κάργια
Κοκκινοκαλιακούδα
Καρακάξα
Κίσσα
Καρυδοθραύστης
Χαλκοκουρούνα
Αλκυονίδες
Μελισσοφάγος
Τσαλαπετεινός
Ευρύστομος
Τόδους
Βουκερωτίδες
Η κοκκινοκαλιακούδα απαντάται σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 1.000 μέχρι 2.300 μ., σχεδόν αποκλειστικά στους υψηλότερους ορεινούς όγκους της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης (Handrinos & Akriotis 1997, Delestrade 1998, Ξηρουχάκης & Δρετάκης 2006). Έχει επίσης αναφερθεί και σε ορισμένα νησιά (Εύβοια, Β. Σποράδες κ.α.) (Handrinos & Akriotis 1997), αλλά η παρουσία του εκεί δεν έχει πλήρως εξακριβωθεί. Πρόσφατα, αν και ανεπαρκή, δεδομένα δείχνουν σοβαρή πληθυσμιακή μείωση και συρρίκνωση της κατανομής του στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου φαίνεται πώς απαντάται σπάνια, ενώ ο πληθυσμός της Κρήτης διατηρείται ακόμη σε ικανοποιητικό επίπεδο. Το χειμώνα παρατηρείται σε χαμηλότερο υψόμετρο (μέχρι τα 400 μ.), ακόμη και κοντά σε καλλιέργειες, ειδικά σε περιόδους έντονης κακοκαιρίας. Ο συνολικός πληθυσμός του είδους εκτιμήθηκε τη δεκαετία του 1990 σε 500-2.000 ζευγ., εκ των οποίων 400-800 στα βουνά της Κρήτης, σχηματίζοντας ενίοτε μεγάλα κοπάδια των 150-200 ατόμων (Tucker & Heath 1994, Handrinos & Akriotis 1997, Delestrade 1998). Ο σημερινός του πληθυσμός εκτιμάται σε 1.100-1.800 ζευγ. (Birdlife International 2004) και ανήκει στο υποείδος P. p. docilis.Κόρακας
Κουρούνα
Χαβαρόνι
Κάργια
Κοκκινοκαλιακούδα
Καρακάξα
Κίσσα
Καρυδοθραύστης
Χαλκοκουρούνα
Αλκυονίδες
Μελισσοφάγος
Τσαλαπετεινός
Ευρύστομος
Τόδους
Βουκερωτίδες
Ποσοστό του πληθυσμού του είδους που βρίσκεται στην Ελλάδα: <1% του ευρωπαϊκού.
πυρροκόραξ ο κοινός (Pyrrhocorax pyrrhocorax)
πυρροκόραξ ο κιτρινόφαιος
Οικολογία: Η κοκκινοκαλιακούδα φωλιάζει σε σχισμές βράχων, σε απότομες εξάρσεις και φαράγγια (Handrinos & Akriotis 1997). Ο βιότοπος τροφοληψίας της περιλαμβάνει βραχώδεις εκτάσεις με χέρσα χωράφια, αλπικά λιβάδια με απότομα διάσπαρτα βράχια, οροπέδια και ορεινούς βοσκότοπους με αραιή φυτοκάλυψη. Τρέφεται με ασπόνδυλα (κυρίως ιπτάμενα έντομα, αλλά και σκουλήκια). Ευνοείται από την κτηνοτροφία, καθώς η βόσκηση κρατά χαμηλή τη βλάστηση, ενώ και αρκετά ασπόνδυλα ευδοκιμούν στην κοπριά των ζώων (Tucker & Heath 1994). Γεννά 3-4 αβγά αργά τον Απρίλιο ή στις αρχές του Μαΐου, τα οποία επωάζει για 18 περίπου ημέρες. Οι νεοσσοί πτερώνονται από τα τέλη Μαΐου μέχρι τα τέλη Ιουνίου (Delestrade 1998, Ξηρουχάκης αδημ. δεδομένα). Πρόκειται πάντως για είδος που δεν έχει ακόμη μελετηθεί επαρκώς, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Απειλές: Ο βιότοπος φωλιάσματος του είδους δεν απειλείται άμεσα, αλλά δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητές οι αιτίες της σαφούς πληθυσμιακής του μείωσης στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πάντως, ο βιότοπος τροφοληψίας του σε ορισμένες περιοχές έχει συρρικνωθεί λόγω της εγκατάλειψης των ορεινών καλλιεργειών και της νομαδικής κτηνοτροφίας. Επίσης, αλλαγές των χρήσεων γης και η αυξανόμενη τουριστική και οικιστική ανάπτυξη σε οροπέδια έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο είδος.
Μέτρα διατήρησης που υπάρχουν: Προστατευόμενο είδος, το μεγαλύτερο μέρος του
ελληνικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στην Κρήτη, απαντάται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.
Μέτρα διατήρησης που απαιτούνται: Χρειάζεται να γίνει λεπτομερής καταγραφή της εξάπλωσης του είδους και ακριβής εκτίμηση του πληθυσμού του, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Επίσης, απαιτείται μελέτη της οικολογίας του και των μετακινήσεών του, αλλά και των αιτιών της μείωσής του. Η διατήρηση και επέκταση ορεινών καλλιεργειών θα βελτίωνε τη διαθεσιμότητα της τροφής του, ενώ η διατήρηση παραδοσιακών μορφών κτηνοτροφίας και συστημάτων βόσκησης θα ευνοούσαν το είδος σημαντικά.
Κιτρινοκαλιακούδα, πυρροκόραξ ο κιτρινόφαιος (Pyrrhocorax graculus)
Η Κιτρινοκαλιακούδα μοιάζει αρκετά με τον Πυρροκόρακα (Pyrrhocorax pyrrhocorax). Πρόκειται για ένα πουλί που αναπαράγεται στα βουνά της κεντρικής Ευρώπης συνήθως σε υψόμετρα από 1500 έως 3900 μέτρα. Το χειμώνα κατεβαίνει χαμηλότερα στους πρόποδες των βουνών κοντά σε πόλεις και χωριά.
Η Κιτρινοκαλιακούδα έχει μήκος 36 έως 39 εκατοστά και άνοιγμα φτερών από 65 έως 74 εκατοστά. Τα ενήλικα αρσενικά ζυγίζουν 230 έως 285 γραμμάρια και τα θηλυκά 205 έως 265 γραμμάρια. Το φτέρωμά τους είναι μαύρο, το ράμφος κίτρινο, τα πόδια κόκκινα και ίριδα είναι μαύρη. Και τα δύο φύλα μοιάζουν μεταξύ τους.
Ξεχωρίζει από τη συγγενική της Κοκκινοκαλιακούδα (που συνήθως απαντά σε χαμηλότερα υψόμετρα, εκτός από την Κρήτη, όπου φτάνει μέχρι και τα 2.300 μέτρα) κυρίως από το έντονο κίτρινο χρώμα του ράμφους και μικρές διαφορές στο σχήμα των φτερούγων και της ουράς.
Η Κιτρινοκαλιακούδα είναι ημερήσιο πουλί. Περπατάει με γρήγορα βήματα στο έδαφος και σε γκρεμούς.
Κατά την πτήση χρησιμοποιεί τα ρεύματα αέρα που δημιουργούνται από τις διαφορετικές συνθήκες ροής στις πλαγιές και στα απότομα βράχια κάνοντας εκπληκτικούς ελιγμούς. Κατά την πτώση ρίχνεται στο κενό με διπλωμένα φτερά επιτυγχάνοντας ταχύτητες έως 200 χιλιόμετρα την ώρα.
Είναι πολύ κοινωνικό πουλί, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σχηματίζει συνήθως μικρές ομάδες ή ζευγάρια για να βρουν τροφή. Μετά την ολοκλήρωση της περιόδου αναπαραγωγής σχηματίζουν μεγάλες ομάδες, όπου υπάρχει μια κοινωνική ιεραρχία όπου την υψηλότερη θέση κατέχουν τα αρσενικά αναπαραγωγής.
Οικολογία: Η Κιτρινοκαλιακούδα ζεί όλο το χρόνο στην περιοχή των Άλπεων, των Πυρηναίων, το Μαρόκο, την περιοχή Abruzzo της Ιταλίας, στα Βαλκάνια στην Ελλάδα στην Κύπρο στη νότια Τουρκία και τον Καύκασο και φτάνει έως τα Ιμαλάια.
Το υψόμετρο που ζούν ποικίλλει ανάλογα με τον τόπο της διανομής. Στην Κεντρική Ευρώπη βρίσκεται συνήθως σε υψόμετρα 1400-3000 μέτρα. Κατ'εξαίρεση συναντούνται και σε χαμηλότερα υψόμετρα. Στην Ελβετία φωλιάζει σε υψόμετρα από 560 έως 970 μέτρα. Στο Μαρόκο συνήθως σε υψόμετρα από 2200 έως 3900. Στη νοτιοανατολική Ευρώπη και την Τουρκία, συναντάται και κάτω από τα 1.000 μέτρα υψόμετρο.
Στη χώρα μας είναι επιδημητική στις ψηλότερες κορυφές της Πίνδου ως τον Παρνασσό, στον Όλυμπο, στον Βόρα, στα βουνά της ανατολικής Μακεδονίας από τον Όρβηλο ως το Παγγαίο και στην Ίδη και τα Λευκά Όρη της Κρήτης.
Το χειμώνα και σε κακές καιρικές συνθήκες και το καλοκαίρι, αναζητεί την τροφή κοντά σε οικισμούς, αλλά σπάνια μακρύτερα από είκοσι χιλιόμετρα από τη φωλιά.
Το καλοκαίρι τρέφετε συνήθως με έντομα και ασπόνδυλα όπως σκαθάρια, τριζόνια, ακρίδες, μυρμήγκια και κάμπιες. Επίσης τρώνε μικρά σπονδυλωτά και περιστασιακά μικρά πουλιά. Το φθινόπωρο και το χειμώνα η διατροφή είναι κυρίως φυτική κυρίως με βατόμουρα, διάφορα φρούτα, μπουμπούκια, φύλλα και λειχήνες.
Αναπαραγωγή: Η αναπαραγωγική περίοδος της Κιτρινοκαλιακούδας αρχίζει από τον Ιούνιο και διαρκεί έως τον Οκτώβριο. Εχουν μόνιμη μονογαμική σχέση, έχουν παρατηρηθεί ζευγάρια που ζούνε μαζί από επτά έως οκτώ χρόνια. Φωλιάζει σε απόκρημνες και δύσβατες πλαγιές σε σχισμές βράχων ή κοιλώματα, περιστασιακά σε κτίρια και σε δέντρα. Η ωοτοκία ξεκινά στις Άλπεις στα μέσα Απριλίου, αλλά συνήθως κατά την περίοδο από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Ιουνίου. Γεννάει από 3 έως 5 αυγά σε χρονικό διάστημα από μία έως δύο ημέρες. Τα αυγά είναι άσπρα με καφέ και λαδοπράσινες ακανόνιστες βούλες. Η περίοδος επώασης διαρκεί από 18 έως 21 ημέρες. Επωάζει μόνο το θηλυκό και το αρσενικό επιμελείται τη διατροφή. Οι νεοσσοί εκκολάπτονται σε μια περίοδο από μία έως τρεις ημέρες. Τα νεαρά πουλιά κάτω από φυσιολογικές συνθήκες ενηλικιώνονται συνήθως στο τρίτο έτος.
Στην Ευρώπη εκτιμάται ο συνολικός πληθυσμός από 130.000 έως 310.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια.
Η Κιτρινοκαλιακούδα μοιάζει αρκετά με τον Πυρροκόρακα (Pyrrhocorax pyrrhocorax). Πρόκειται για ένα πουλί που αναπαράγεται στα βουνά της κεντρικής Ευρώπης συνήθως σε υψόμετρα από 1500 έως 3900 μέτρα. Το χειμώνα κατεβαίνει χαμηλότερα στους πρόποδες των βουνών κοντά σε πόλεις και χωριά.
Η Κιτρινοκαλιακούδα έχει μήκος 36 έως 39 εκατοστά και άνοιγμα φτερών από 65 έως 74 εκατοστά. Τα ενήλικα αρσενικά ζυγίζουν 230 έως 285 γραμμάρια και τα θηλυκά 205 έως 265 γραμμάρια. Το φτέρωμά τους είναι μαύρο, το ράμφος κίτρινο, τα πόδια κόκκινα και ίριδα είναι μαύρη. Και τα δύο φύλα μοιάζουν μεταξύ τους.
Ξεχωρίζει από τη συγγενική της Κοκκινοκαλιακούδα (που συνήθως απαντά σε χαμηλότερα υψόμετρα, εκτός από την Κρήτη, όπου φτάνει μέχρι και τα 2.300 μέτρα) κυρίως από το έντονο κίτρινο χρώμα του ράμφους και μικρές διαφορές στο σχήμα των φτερούγων και της ουράς.
Η Κιτρινοκαλιακούδα είναι ημερήσιο πουλί. Περπατάει με γρήγορα βήματα στο έδαφος και σε γκρεμούς.
Κατά την πτήση χρησιμοποιεί τα ρεύματα αέρα που δημιουργούνται από τις διαφορετικές συνθήκες ροής στις πλαγιές και στα απότομα βράχια κάνοντας εκπληκτικούς ελιγμούς. Κατά την πτώση ρίχνεται στο κενό με διπλωμένα φτερά επιτυγχάνοντας ταχύτητες έως 200 χιλιόμετρα την ώρα.
Είναι πολύ κοινωνικό πουλί, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σχηματίζει συνήθως μικρές ομάδες ή ζευγάρια για να βρουν τροφή. Μετά την ολοκλήρωση της περιόδου αναπαραγωγής σχηματίζουν μεγάλες ομάδες, όπου υπάρχει μια κοινωνική ιεραρχία όπου την υψηλότερη θέση κατέχουν τα αρσενικά αναπαραγωγής.
Οικολογία: Η Κιτρινοκαλιακούδα ζεί όλο το χρόνο στην περιοχή των Άλπεων, των Πυρηναίων, το Μαρόκο, την περιοχή Abruzzo της Ιταλίας, στα Βαλκάνια στην Ελλάδα στην Κύπρο στη νότια Τουρκία και τον Καύκασο και φτάνει έως τα Ιμαλάια.
Το υψόμετρο που ζούν ποικίλλει ανάλογα με τον τόπο της διανομής. Στην Κεντρική Ευρώπη βρίσκεται συνήθως σε υψόμετρα 1400-3000 μέτρα. Κατ'εξαίρεση συναντούνται και σε χαμηλότερα υψόμετρα. Στην Ελβετία φωλιάζει σε υψόμετρα από 560 έως 970 μέτρα. Στο Μαρόκο συνήθως σε υψόμετρα από 2200 έως 3900. Στη νοτιοανατολική Ευρώπη και την Τουρκία, συναντάται και κάτω από τα 1.000 μέτρα υψόμετρο.
Στη χώρα μας είναι επιδημητική στις ψηλότερες κορυφές της Πίνδου ως τον Παρνασσό, στον Όλυμπο, στον Βόρα, στα βουνά της ανατολικής Μακεδονίας από τον Όρβηλο ως το Παγγαίο και στην Ίδη και τα Λευκά Όρη της Κρήτης.
Το χειμώνα και σε κακές καιρικές συνθήκες και το καλοκαίρι, αναζητεί την τροφή κοντά σε οικισμούς, αλλά σπάνια μακρύτερα από είκοσι χιλιόμετρα από τη φωλιά.
Το καλοκαίρι τρέφετε συνήθως με έντομα και ασπόνδυλα όπως σκαθάρια, τριζόνια, ακρίδες, μυρμήγκια και κάμπιες. Επίσης τρώνε μικρά σπονδυλωτά και περιστασιακά μικρά πουλιά. Το φθινόπωρο και το χειμώνα η διατροφή είναι κυρίως φυτική κυρίως με βατόμουρα, διάφορα φρούτα, μπουμπούκια, φύλλα και λειχήνες.
Αναπαραγωγή: Η αναπαραγωγική περίοδος της Κιτρινοκαλιακούδας αρχίζει από τον Ιούνιο και διαρκεί έως τον Οκτώβριο. Εχουν μόνιμη μονογαμική σχέση, έχουν παρατηρηθεί ζευγάρια που ζούνε μαζί από επτά έως οκτώ χρόνια. Φωλιάζει σε απόκρημνες και δύσβατες πλαγιές σε σχισμές βράχων ή κοιλώματα, περιστασιακά σε κτίρια και σε δέντρα. Η ωοτοκία ξεκινά στις Άλπεις στα μέσα Απριλίου, αλλά συνήθως κατά την περίοδο από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Ιουνίου. Γεννάει από 3 έως 5 αυγά σε χρονικό διάστημα από μία έως δύο ημέρες. Τα αυγά είναι άσπρα με καφέ και λαδοπράσινες ακανόνιστες βούλες. Η περίοδος επώασης διαρκεί από 18 έως 21 ημέρες. Επωάζει μόνο το θηλυκό και το αρσενικό επιμελείται τη διατροφή. Οι νεοσσοί εκκολάπτονται σε μια περίοδο από μία έως τρεις ημέρες. Τα νεαρά πουλιά κάτω από φυσιολογικές συνθήκες ενηλικιώνονται συνήθως στο τρίτο έτος.
Στην Ευρώπη εκτιμάται ο συνολικός πληθυσμός από 130.000 έως 310.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια.
Ετικέτες:
Κορακόμορφα
Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Κοκκινοκαλιακούδα