Καρυδοθραύστης - Ορνιθοπανίδα Καρυδοθραύστης

Καρυδοθραύστης

Καρυδοθραύστης, Καρυοθραύστης ο καρυοκατάκτης (Nucifraga caryocatactes)
Ο Καρυδοθραύστης έχει μήκος σώματος από 32 μέχρι 35 εκατοστά άνοιγμα φτερών 50 -58 εκατοστά και βάρος 120 -170 γραμμάρια. Το σώμα του έχει σκούρο καφέ χρώμα με λευκές κηλίδες εκτός από το κάλυμμα της κεφαλής που είναι μόνο σκούρο καφέ. Το δυνατό ράμφος είναι ανοιχτό γκρι. Επίσης δεν υπάρχει φυλετικός διμορφισμός αρσενικά και θηλυκά έχουν ίδιο χρωματισμό.
Βιότοπος – εμφάνιση: Ο Καρυοθραύστης ζεί κυρίως σε πυκνά μεγάλα κωνοφόρα δάση από έλατα πεύκα, στη Σκανδιναβία, στις χώρες της Βαλτικής από την Πολωνία μέχρι την Σιβηρία, στις Άλπεις, τα Βαλκάνια και τον Καύκασο και περιλαμβάνει 9 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Nucifraga caryocatactes caryocatactes (Linnaeus, 1758).

Κατηγορία: Κορακόμορφα (Corvidae) | Γένος (Nucifraga)






Ο Καρυδοθραύστης είναι ένα πουλί με έντονα κηλιδωτό, στιλπνό και υπό οπτική γωνία, γυαλιστερό πτέρωμα, δύσκολα συγχέεται με κάποιο άλλο είδος, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψιν το οικοσύστημα όπου συχνάζει και το χαρακτηριστικό πέταγμά του. Είναι ένα κορακοειδές με κηλιδωτό πτέρωμα, πλατιές πτέρυγες -σε σχέση με το μέγεθός του- και μικρή ουρά. Το χρώμα του πτερώματος είναι παντού σκούρο σοκολατί, αλλά σε έντονο βαθμό κηλιδωτό, με λευκά στίγματα στο πρόσωπο, το λαιμό, την ωμοπλάτη και όλη την κάτω επιφάνεια του σώματος. Η περιοχή στην εμπρόσθια οφθαλμική περιοχή (lores) είναι λευκή, ενώ διαθέτει μαυριδερή-καφέ κορυφή κεφαλιού που εκτείνεται μέχρι και τον αυχένα.
Οι πτέρυγες είναι σκούρες μαυριδερές, με μια πρασινωπή-μπλε γυαλιστερή απόχρωση, ανάλογα με το πώς πέφτει το φως πάνω τους -κάτι που συμβαίνει και με άλλα κορακοειδή (π.χ. Καρακάξα)-. Η κοντή -για κορακοειδές- ουρά είναι σκούρα, αλλά η παρουσία λευκών πτερών στην περιοχή της αμάρας και του ουροπυγίου, καθώς και στην άκρη των ουραίων (πηδαλιωδών) πτερυγίων, δίνουν την αίσθηση ότι η ουρά διαθέτει στο κάτω μέρος της μία μαύρη πλατιά ταινία, κάτι ιδιαίτερα εμφανές κατά την πτήση.
Το ράμφος είναι σχετικά μακρύ και πολύ στιβαρό, με χρώμα σκούρο μολυβί και με ιδιαίτερα οξύ άκρο, που διαφέρει σε μέγεθος ανάμεσα στα διάφορα υποείδη και πολλές φορές, χρησιμοποιείται ως διαγνωστικό κριτήριο. Η ίριδα, οι ταρσοί και τα πόδια είναι όλα μαυριδερά. Τα φύλα είναι όμοια, ενώ τα νεαρά άτομα έχουν λιγότερες κηλίδες στο σώμα τους και γενικότερα, έχουν πιο ανοιχτόχρωμο πτέρωμα. Το μήκος σώματος κυμαίνεται από 32 έως 38 εκατοστά, το άνοιγμα πτερύγων από 49 έως 53 εκατοστά και το βάρος από 130 έως 190 γραμμάρια.
Η πτήση του Καρυδοθραύστη είναι η χαρακτηριστική των κορακοειδών που ζουν στα δάση: αρκετά «βαριά», πολύ κυματιστή και σύντομη, από κλαδί σε κλαδί, θυμίζοντας σε μεγάλο βαθμό εκείνη της Κίσσας.
Διατροφή: Οι σημαντικότερες πηγές τροφής για το είδος αυτό είναι οι σπόροι των καρπών (κουκουνάρια) των κωνοφόρων (Pinus sp.), ιδιαίτερα εκείνα των αλπικών (μεγάλου υψομέτρου) ειδών (Pinus subgenus strobus) με μεγάλους σπόρους: P. armandii, P. cembra, P. koraiensis, P. parviflora, P. peuce, P. pumila, P. sibirica και P. wallichiana, αλλά και του subgenus Ducampopinus, P. bungeana και P. gerardiana. Σε ορισμένες περιοχές, όπου κανένα από αυτά τα πεύκα δεν ευδοκιμεί, οι σπόροι της ερυθρελάτης (Picea sp. ) και της φουντουκιάς (Corylus sp. ), αποτελούν σημαντικό μέρος της διατροφής του. Το είδος συνηθίζει να αποθηκεύει το πλεόνασμα των καρπών που συλλέγει, για να τους χρησιμοποιήσει σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Διάφορα έντομα επίσης, συμπληρώνουν τη διατροφή του, καθώς και μικρά πτηνά, τα αυγά τους και οι νεοσσοί τους, μικρά τρωκτικά, σαύρες και θνησιμαία, ιδιαίτερα νεκρά ζώα στους αυτοκινητοδρόμους. Τέλος, μπορεί να «σκάβει» και φωλιές μελισσών και σφηκών -με μεγάλη προσοχή- για να πάρει τις προνύμφες.
Αναπαραγωγή: Οι Καρυδοθραύστες είναι μονογαμικά πουλιά και απαιτούν ζωτικό χώρο φωλιάσματος με εμβαδόν 20-30 εκτάρια περίπου. Η περίοδος αναπαραγωγής ξεκινάει στα μέσα Μαρτίου στις νότιες επικράτειες, μέχρι τον Απρίλιο ή και το Μάιο στις βόρειες. Οι γονείς εκμεταλλεύονται τα αποθέματα καρπών που έχουν συλλέξει από το προηγούμενο φθινόπωρο, για το φώλιασμα. Η φωλιά κατασκευάζεται ψηλά πάνω σε ένα κωνοφόρο, σε ένα κλαδί συνήθως κοντά στον κορμό, σπανιότερα σε ένα φυλλοβόλο δένδρο. Είναι μία κατασκευή από κλαδάκια, βρύα και λειχήνες, με κάποια ανάμιξη χώματος, ενώ το υλικό επίστρωσης είναι ένα χοντρό στρώμα από γρασίδι με τριχωτούς λειχήνες.
Γεννάει συνήθως από 3 έως 4 (σπανίως 2 ή 5) αυγά, που εναποτίθενται ένα κάθε ημέρα περίπου. Στην επώαση συννετέχουν και τα δύο φύλα, ξεκινάει από το πρώτο ή το δεύτερο αυγό και διαρκεί 17-19 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, επιτηρούνται στενά από τους γονείς τους, αφήνουν τη φωλιά τους μετά από 21-28 ημέρες, αλλά μένουν κοντά στους γονείς του για περαιτέρω 2-3 μήνες, οπότε μαθαίνουν τις διατροφικές συνήθειες αναζήτησης και αποθήκευσης καρπών, που είναι απαραίτητες για την επιβίωσή τους. Στην Ελλάδα, ο Καρυδοθραύστης είναι επιδημητικός κατά μεγάλο ποσοστό και φωλιάζει (;) στη βόρεια χώρα σε δάση κωνοφόρων. Πιθανότατα, υπάρχει μίξη με άτομα που έρχονται κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση.
Στον ελλαδικό χώρο o Καρυδοθραύστης απαντάται και με τις ονομασίες Καρυοθραύστης, Καρυδοσπάστης και Καρυδοφάγος.
Ο Καρυδοθραύστης παρόλο που δεν θεωρείται ένα τυπικά κρυπτικό (secretive) πουλί, είναι ωστόσο δύσκολο να παρατηρηθεί μέσα στα πυκνά του ενδιαιτήματα, λόγω του πτερώματος παραλλαγής που διαθέτει. Αντίθετα είναι πιο εύκολο να τον δει κάποιος κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ιδιαίτερα στα χιονισμένα αλπικά τοπία, όπου εύκολα ξεχωρίζει με το σκούρο του πτέρωμα και από τη συνήθειά του να κάθεται σε κορυφές δένδρων και να εποπτεύει το χώρο. Επίσης κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου όταν μαζεύει καρπούς για αποθήκευση, μπορεί να φθάσει σε πάρκα ή και σε αυλές σπιτιών. Συνήθως είναι μοναχικό πτηνό, αλλά εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, μπορεί να σχηματίζει ολιγομελή σμήνη.
Ο τρόπος με τον οποίο ανοίγει τα κουκουνάρια για να πάρει τα σπέρματα, ή/και τα κάρυα (nuts), είναι πολύ χαρακτηριστικός. Τοποθετεί το ράμφος του, έτσι ώστε η βάση του να έλθει σε επαφή με το σκληρό περίβλημα του καρπού, διότι στο συγκεκριμένο σημείο το ράμφος διαθέτει μία σκληρή και οξεία «ράχη» στο εσωτερικό της, που λειτουργεί σαν κόφτης. Μάλιστα, τα υποείδη που τρέφονται με σπέρματα που έχουν ιδιαίτερα σκληρό κέλυφος, έχουν παχύτερα και ισχυρότερα ράμφη. Εάν παρά ταύτα το περίβλημα είναι πάρα πολύ σκληρό, χρησιμοποιεί τα πόδια του κρατώντας σταθερό το κάρυο και ραμφίζει την επιφάνεια με δυνατά κτυπήματα, χρησιμοποιώντας το ράμφος του σαν σμίλη. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο γίνεται αποθήκευση του πλεονάσματος των καρπών στο έδαφος. Ανοίγεται με το ράμφος μια τρύπα που επεκτείνεται κυκλικά. Στη συνέχεια, θάβονται στο συγκεκριμένο σημείο κουκουναρόσποροι (μέχρι και 100) ή κάρυα φουντουκιάς (μέχρι 14-15). Στη συνέχεια, η οπή καλύπτεται, με τις «αποταμιεύσεις» αυτές, να βρίσκονται και να ανακτώνται εύκολα ακόμη και κάτω από παχύ χιόνι. Η συνήθεια του Καρυδοθραύστη να αποθηκεύει το πλεόνασμα των καρπών για μελλοντική χρήση, έχει προκαλέσει σε εκτεταμένες περιοχές διασπορά νέων δέντρων, ιδιαίτερα κωνοφόρων (π.χ.Pinus cembra), σε μεγάλες εκτάσεις των Άλπεων της κεντρικής Ευρώπης, που είχαν παλαιότερα αποψιλωθεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Ο Καρυδοθραύστης είναι το έμβλημα του Ελβετικού Εθνικού Πάρκου, όπου απεικονίζεται με στυλιζαρισμένο τρόπο, να πετάει κρατώντας στο ράμφος του ένα κώνο πεύκου. Το πουλί πραγματικά κοινό στα Grisons, είναι ιδιαίτερα δραστήριο στο Εθνικό Πάρκο, όπου οι περιπατητές μπορουν να το δουν εύκολα.
Ετικέτες: Κορακόμορφα

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Καρυδοθραύστης

Back To Top