Χαλκοκουρούνα - Ορνιθοπανίδα Χαλκοκουρούνα

Χαλκοκουρούνα

Χαλκοκουρούνα, Κορακίας o φλύαρος (Coracias garrulus)
Έχει το μέγεθος της Κίσσας. Χοντρό πουλί. Ράμφος ισχυρό. Χρώμα κεφαλής-κοιλιάς-στήθους κάτω μέρος ουράς, κυανούν. Ράχη πυρόξανθη. Φτερούγες κυανές με μαύρο στις άκρες. Ουρά πρασινη από πάνω. Συγκεκριμένα, το κεφάλι, ο λαιμός, και ολόκληρο το κάτω μέρος είναι τιρκουάζ. Το μέτωπο και το πηγούνι είναι υπόλευκα-γκρι, ενώ πίσω από τα μάτια υπάρχει μικρή, άπτερη μαύρη περιοχή. Το πάνω μέρος της πλάτης και των ώμων (scapulars) είναι κοκκινωπό-κανελί, ενώ το κάτω μέρος

Κατηγορία: Κορακόμορφα (Corvidae) | Κορακιίδες (Coraciidae)





της πλάτης μπλε ιώδες και, τα ανώτερα καλυπτήρια πτερά της ουράς ουροπύγιο (rump) βαθύ μπλε. Τα δύο μεσαία φτερά της ουράς είναι σκούροα ελαιοπράσινα, και η υπόλοιπη ουρά τιρκουάζ-γαλάζια-μπλε με πιο σκούρες βάσεις. Τα δύο εξωτερικά φτερά της ουράς είναι ελαφρώς επιμηκυσμένα με σκοτεινά περιθώρια. Τα πρωτεύοντα ερετικά της πτέρυγας είναι κυρίως καφέ-μαύρα, αλλά τα δευτερεύοντα ερετικά έχουν μόνο στη βάση τους αυτό το χρώμα, και καθ’ όλο το υπόλοιπο μήκος τους μία εναλλαγή από διαβαθμίσεις μεταξύ τιρκουάζ και μπλε, που συν τοις άλλοις, ιριδίζει ανάλογα με το ηλιακό φώς, δίνοντας εντυπωσιακή στιλπνότητα στο συνολικό πτέρωμα. Τα ελάσσονα ανώτερα καλυπτήρια έχουν έντονο σκούρο μπλε χρώμα, ενώ τα υπόλοιπα καθώς και τα καλυπτήρια της κάτω επιφανείας είναι κυρίως τιρκουάζ.
Το μαυροκαφετί ράμφος είναι κοντόχοντρο και ισχυρό, με την άνω σιαγόνα (ραμφοθήκη) να έχει αγκιστρωτό άκρο. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι κοντά και αδύναμα, με χρώμα θαμπό κίτρινο της ώχρας, ενώ η ίριδα έχει χρώμα καφέ στο χρώμα του φουντουκιού.
Τα θηλυκά μοιάζουν πολύ με τα αρσενικά, αν και το καθαρό τιρκουάζ χρώμα πολλών περιοχών του αρσενικού, εδώ περιέχει περισσότερο καφέ-καστανό, ιδιαίτερα στο κεφάλι και στη ράχη. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν πολύ με τα θηλυκά, αλλά οι «ξεπλυμένες» καφέ αποχρώσεις κυριαρχούν, ενώ τα τιρκουάζ και μπλε στοιχεία χρώματος είναι λιγότερο οριοθετημένα και πιο αχνά. Το μήκος σώματος κυμαίνεται από 31 έως 39 εκατοστά και το άνοιγμα των πτερύγων από 65 έως 70 εκατοστά.

Αναπαραγωγή: Στα εδάφη αναπαραγωγής, οι χαλκοκουρούνες φωλιάζουν σε τρύπες παλαιών δένδρων που είχαν ανοιχτεί από δρυοκολάπτες, από τις οποίες εξαρτώνται άμεσα. Μπορούν όμως να φωλιάσουν σε φυσικές κοιλότητες των δένδρων ή και να ανοίξουν τρύπες βάθους 60-70 εκατοστών σε αμμώδεις επιφάνειες, ιδιαίτερα στις όχθες ποταμών, ενώ δεν λένε «όχι» σε τεχνητές φωλιές. Τέλος, περιστασιακά μπορούν να χρησιμοποιήσουν μια τρύπα σε ένα βράχο, ένα τοίχο ή ένα παλιό κτήριο. Τις περισσότερες φορές δεν χρησιμοποιείται κάποιο ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης, ή το προϋπάρχον απομακρύνεται, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί λιγοστό φυτικό υλικό, τρίχες κ.ο.κ.
Η ωοτοκία πραγματοποιείται μία μόνο φορά σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο, η οποία ξεκινάει στα μέσα Μαΐου για τους πληθυσμούς των νοτίων περιοχών, ενώ στο βορρά αρχίζει στιο πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου και, μπορεί να παραταθεί για ακόμη δύο εβδομάδες. Η γέννα αποτελείται συνήθως από 4-5, κάποιες φορές μέχρι και 7 αυγά, διαστάσεων 35,4Χ28,4 χιλιοστών, περίπου και η εναπόθεσή τους γίνεται μέρα παρά μέρα. Η επώαση αρχίζει πριν την ολοκλήρωση της ωοτοκίας, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί 18-19 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται δηλαδή τυφλοί και ανήμποροι και χρειάζονται για καιρό την προστασία των γονέων τους. Σε 26-28 ημέρες είναι σε θέση να αφήσουν τη φωλιά τους, αλλά τρέφονται από τους γονείς τους για λίγο καιρό ακόμη.
Στην Ελλάδα, η χαλκοκουρούνα έρχεται τα καλοκαίρια για να αναπαραχθεί, από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο, περίπου.
Ζει 9 χρόνια.

Βιότοπος: Επειδή οι χαλκοκουρούνες βρίσκονται πάντοτε στην Αφρική όταν διαχειμάζουν, απαντώνται είτε στην ξηρή δασώδη σαβάνα με κύριο δένδρο την ακακία, είτε σε πεδιάδες με διάσπαρτους θάμνους (del Hoyo et al. 2001). Τα ακραία οικοσυστήματα, δηλαδή οι έρημοι, οι ημιερημικές περιοχές καθώς και τα πυκνά τροπικά δάση, συνήθως αποφεύγονται. Γενικά, ανεξάρτητα από την εποχή, η χαλκοκουρούνα είναι είδος, που συχνάζει σε μικρά υψόμετρα, δηλαδή σε πεδινές περιοχές με κάποιους διάσπαρτους λόφους.
Οι χαλκοκουρούνες του ευρωπαϊκού υποείδους αναπαράγονται σε όλη την εύκρατη, μεσογειακή αλλά και στεπώδη ζώνη, με κύριο χαρακτηριστικό τα ζεστά καλοκαίρια. Προτιμούν πεδινές ανοικτές εκτάσεις με κοιτίδες δάσους βελανιδιάς (Quercus sp.), ώριμους πευκώνες (Pinus sp.) με ξέφωτα γεμάτα ρείκια, οπωρώνες, μικτές αγροτικές εκτάσεις, κοιλάδες ποταμών και πεδιάδες με διάσπαρτα αγκαθωτά ή φυλλωμένα δένδρα. Επειδή ανήκει στα είδη που αναπαράγονται σε κοιλότητες (cavity nesters), εξαρτάται άμεσα από την παρουσία παλαιών δένδρων, που φέρουν εγκαταλελειμμένες φωλιές δρυοκολάπτη (Picus viridis), συνήθως σε παραποτάμιες λεύκες (Populus alba), λιγότερο συχνά σε ιτιές (Salix sp). Πιο σπάνια χρησιμοποιούν κουφάλες πλατάνων (Platanus orientalis), τοίχους ή αμμώδεις ποτάμιες όχθες (Tron et al. 2006, Pool et al.), όπου μπορούν να σκάψουν εύκολα το μαλακό υλικό.
Στην Ελλάδα απαντάται σε ανοικτές περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, χαμόκλαδα, άλση, ανοικτά δάση, αλλά και μεμονωμένα δένδρα στις άκρες των δρόμων.

Μετανάστευση: Τα περισσότερα ευρωπαϊκά άτομα της χαλκοκουρούνας μεταναστεύουν σε ένα ευρύ μέτωπο προς τις μεγάλες εκτάσεις της Δ., Κ. και Ν. Αφρικής, αλλά έχουν παρατηρηθεί και μεταναστεύσεις σε στενά μέτωπα, όπως στην κοιλάδα του Νείλου ή της Σομαλίας, προς τη βορειο-ανατολική ήπειρο. Κάποιοι ασιατικοί πληθυσμοί καταφθάνουν στην Αφρική μέσω Ινδίας. Μάλιστα, έχει καταγραφεί περιστατικό σύγκρουσης με αεροσκάφος πάνω απο την Αραβική Θάλασσα.
Η αποδημία από τις περιοχές της κεντρικής Ευρώπης ξεκινάει ήδη στα μέσα Αυγούστου, ενώ μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου έχει ολοκληρωθεί. Η επιστροφή αρχίζει από τα μέσα Απριλίου και, στις περισσότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης οι χαλκοκουρούνες έχουν επανέλθει κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου στην περιοχή αναπαραγωγής τους. Οι μέσες ημερήσιες αποστάσεις που διανύονται είναι, περίπου 67 χιλιόμετρα για τη φθινοπωρινή και 110 χιλιόμετρα για την ανοιξιάτικη μετανάστευση.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Σεϋχέλλες και τις Κομόρες, αλλά και από την Ισλανδία.

Τροφή: Για να κυνηγήσουν με επιτυχία οι χαλκοκουρούνες, χρειάζονται ανοικτές θέσεις, ιδιαίτερα τα λιβάδια και τις καλλιέργειες σιτηρών, από τις οποίες «σαρώνουν» οπτικά την περιοχή για θηράματα. Συνήθως εποπτεύουν το χώρο από την κορυφή ενός δένδρου, από φράκτες, περιφράξεις, ένα πάσαλο ή, ακόμη και από γραμμές τροφοδοσίας ηλεκτρισμού αν νοιώθουν ότι δεν απειλούνται. Επίσης αναζητούν τη λεία τους σε αμπελώνες, αν το έδαφος κρατά κάποια κάλυψη βλάστησης (Tron et al. 2006).
Η βασική τους λεία είναι τα έντομα και διάφορα αρθρόποδα, με μέγεθος τουλάχιστον 1 εκατοστό. Μόνο κατά τη μετανάστευση προσθέτουν φυτική τροφή στο διαιτολόγιό τους, κυρίως σταφύλια και σύκα. Από τα έντομα, τα μεγάλα σκαθάρια κυριαρχούν, αλλά συμπεριλαμβάνονται και ακρίδες, σκολόπενδρες, λιβελλούλες, τζιτζίκια, γρύλοι, πεταλούδες και κάμπιες στη λεία τους. Μικρά θηλαστικά, αμφίβια και ερπετά μπορεί να καταναλώνονται, αλλά όχι σε σημαντική ποσότητα.
Η συνήθης τακτική κυνηγιού της χαλκοκουρούνας, είναι από σταθερό σημείο και μοιάζει πολύ με εκείνη των κεφαλάδων (Lanius sp.). Περιμένει μέχρι να εντοπίσει κάποιο θήραμα, ορμάει απότομα και αρπάζει τη λεία της και, κατόπιν επιστρέφει στη θέση εκκίνησης για να επαναλάβει την επίθεση. Μερικές φορές, όταν το περίβλημα της λείας είναι ανθεκτικό, το χτυπάει πάνω σε μια σκληρή επιφάνεια, ή μπορεί να το ρίχνει στον αέρα πριν από την κατάποση. Δεν συνηθίζει να ακολουθεί τη λεία της στον αέρα και, αυτό μπορεί να συμβεί, μόνο σε μαζική εμφάνιση ιπτάμενων εντόμων, όπως τα σμήνη τερμιτών, που παρατηρούνται συχνά στις περιοχές διαχείμασης.
Πιθανές απειλές: Πουλί προσαρμοσμένο να ζει κοντά στον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του, ωστόσο η έλλειψη κατάλληλων θέσεων για φώλιασμα (το κόψιμο παλιών δέντρων) η εντατικοποίηση της γεωργίας, η μονοκαλλιέργειες, η καταστροφή φυτοφρακτών όπου βρίσκει έντομα για να τραφεί και η χρήση φυτοφαρμάκων συντελούν στη μείωση του πληθυσμού της Χαλκοκουρούνας. Η αύξησης της ανοικοδόμησης (βιομηχανικής και οικιστικής), επιδρούν αρνητικά και απειλούν το μέλλον της ύπαρξης της Χαλκοκουρούνας.
Παλαιότερα, είχε πολύ ευρύτερη κατανομή από τη σημερινή. Αναφέρεται, π.χ. ότι φώλιαζε στην Ακαρνανία, τη Ν. Πελοπόννησο και την Κρήτη. Σήμερα καλύπτεται πολύ μικρότερο εύρος και τα αναπαραγόμενα ζευγάρια έχουν μειωθεί πολύ, ειδικά μετά τη δεκαετία του 60-70, με αποτέλεσμα σήμερα να αναπαράγεται μόνο στη Μακεδονία (Παγγαίο κ.α.), τη Θράκη (Έβρος, Νέστος, κ.α.), την Κω, την Σάμο ίσως και στη Μυτιλήνη. Δεν είναι τυχαίο ότι συμπεριελήφθη ανάμεσα σε 4 μόνον είδη ορνιθοπανίδας που χρήζουν άμεσης προστασίας στην περιοχή του Παγγαίου.
Απαιτείται απογραφή του ελληνικού πληθυσμού, μελέτη της βιολογίας του είδους, λήψη αυστηρών μέτρων κατά της λαθροθηρίας (υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο αλλά δεν εφαρμόζεται), σε συνδυασμό με ενημέρωση των κυνηγών.
Η Χαλκοκουρούνα είναι είδος που έχει υποστεί σοβαρή μείωση των πληθυσμών του πανευρωπαϊκά κυρίως κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ο αναπαραγόμενος στη χώρα μας πληθυσμός εκτιμάται ότι βρίσκεται μεταξύ 50 και 200 ζευγαριών.
Έτσι, ειδικά για την Ελλάδα, το είδος κατατάσσεται στην κατηγορία ΤΡΩΤΑ (VU), δηλαδή μία κατηγορία κάτω από την παγκόσμια κατάταξη της IUCN.
Καθεστώς προστασίας:
Ι. Συμπεριλαμβάνεται στον Κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα
σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία Τρωτά.
ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 του
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των άγριων πουλιών.
ΙΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της Ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.
Ετικέτες: Κορακόμορφα

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Χαλκοκουρούνα

Back To Top